4 index | ||||
Liste des termes grammaticaux du grec |
||||
Α
Β βεβαιωτικό επίρρημα (το) : adverbe affirmatif βοηθητικό ρήμα (το) : verbe auxiliaire génitif γένος (το) : genre
Δ δεύτερος αόριστος (ο) : second (aoriste) διαλυτικά (τα) : tréma διστακτικό επίρρημα (το) : adverbe de doute δοτική (η) : datif δυϊκός (ο) : duel
Ε έγκλιση (η) : mode ενεργητική φωνή (η) : active ενεστώτας (ο) : présent ενικός (ο) : singulier εξακολουθητικός μέλλοντας (ο) : futur continu επίθετο (το) : adjectif επίθημα (το) : suffixe επίρρημα (το) : adverbe επιφώνημα (το) : interjection ερωτηματική αντωνυμία (η) : pronom interrogatif ερωτηματικό (το) : point d'interrogation ερωτηματικό επίρρημα (το) : adverbe interrogatif εσωτερική αύξηση (η) : augment interne ευκτική έγκλιση (η) : optatif
Ζ
Η
Θ θέμα (το) : radical θετικό (το) : positif θηλυκό (το) : féminin nom parisyllabique
Κ κλητική (η) : vocatif κλιτά (τα) : formes à flexion κλίση (η) : conjugaison, flexion κοινό όνομα (το) : nom commun κόμμα (το) : virgule κτητική αντωνυμία (η) : pronom possessif κύριο όνομα (το) : nom propre
Λ
Μ μέση φωνή (η) : voix moyenne μεταβατικό ρήμα (το) : verbe transitif μετοχή (η) : participe μετοχή του ενεστώτα (η) : participe présent μονολεκτικός χρόνος (ο) : temps simple μόριο (το) : particule
Ν homonymes όνομα (το) : nom ονομαστική (η) : nominatif οξύτονος : oxyton οριστική αντωνυμία (η) : pronom défini οριστική έγκλιση (η) : indicatif οριστικό άρθρο (το) : article défini ουδέτερο (το) : neutre ουσιαστικό (το) : substantif voix passive παρακείμενος (χρόνος) (ο) : parfait παρελθόν (το) : passé παρατατικός (ο) : imparfait παρένθεση (η): parenthèse παροξύτονος : paroxyton παρώνυμα (τα) : paronymes παύλα (η) : tiret περιληπτικό όνομα (το) : nom collectif περιφραστικός χρόνος (ο) : temps composé πληθυντικός (ο) : pluriel ποσοτικό επίρρημα (το) : adverbe de quantité πρόθεση (η) : préposition πρόθημα (το) : préfixe προπαροξύτονος : proparoxyton προστακτική έγκλιση (η) : impératif προσωπική αντωνυμία (η) : pronom personnel πρόσωπο (το) : personne πτώση (η) : fléchissement verbe superlatif relatif στιγματικός αόριστος (ο) : aoriste sigmatique στιγματικός αόριστος (ο) : sigmatique (aoriste) συγκεκριμένο όνομα (το) : concret (nom) συγκριτικό (το) : comparatif συζυγία (η) : groupe verbal στιγμιαίος μέλλοντας (ο) : futur momentané συμπλεκτικός σύνδεσμος (ο) : conjonction de coordination σύνδεσμος (ο) : conjonction συντελεσμένος μέλλοντας (ο) : futur antérieur
Τ
Υ
φωνή (η) : voix temps
Ψ
Ω
|
||||
|
||||
:Accueil | :Présentation | :Plan du site | :Nouveautés | :Contact : Hélène |