αγανακτώ,
s'indigner
-αγγέλλω,
annoncer αγρυπνώ,
veiller
-αίρω, hisser, soulever
ακουμπώ, s'accoter à αμαρτάνω,
pêcher ανακλώ,
mirer,
refleter
ανασταίνω, rescusciter ανεβαίνω,
monter αποθαρρύνω,décourager
απονέμω, décerner αρέσω,
plaire αρκώ,
suffire
αρταίνω, faire gras αυξάνω,
augmenter αφήνω,
laisser
βάζω,
mettre -βάλλω,
mettre βαραίνω,
alourdir βαστώ, endurer,
soutenir
βγάζω, extraire, retirer βγαίνω,
sortir βλασταίνω,
germer
βλέπω, voir βοσκώ,
paître βρέχω,
pleuvoir,
mouiller
βρίσκω, trouver βυζαίνω,
sucer, téter γδέρνω,
écorcher
γελώ, rire γέρνω,
basculer,
pencher γερνώ,
vieillir γίνομαι,
devenir, se faire δέομαι,
prier δέρνω,
frapper
διαθλώ, réfracter διαβαίνω,
traverser διαμαρτύρομαι,
protester
διαρρέω,
suinter διδάσκω,
enseigner δίνω,
donner διψώ,
avoir
soif δρω,
agir δυστυχώ,
être
malheureux εγκατασταίνω,
installer επαινώ,
glorifier
παινεύω,
vanter επιβαρύνω,
aggraver
έρχομαι,
venir
ευτυχώ,
prospérer εύχομα,
souhaiter θαρρώ,
supposer
θέλω,
vouloir
κάθομαι,
asseoir,
habiter καίω,
brûler καλώ,
appeler,
inviter κάνω,
faire καταλαβαίνω,
comprendre
καταφρονώ,
mépriser κατεβαίνω,
descendre κερνώ,
offrir
κλαίω, pleurer κοιμούμαι,
dormir κρεμώ,
suspendre λαβαίν,
recevoir λαχαίνω,
advenir λέ(γ)ω,
dire λεπταίνω,
mincir
μαθαίνω, apprendre μακραίνω,
allonger μεθώ,
s'enivrer μένω,
demeurer
μολύνω,
polluer μπαίνω,
rentrer
μπορώ,
pouvoir
ντρέπομαι, avoir honte ξεδιαλύνω,
expliquer
ξεχνώ,
oublier ξεψυχώ,
expirer,
agoniser παθαίνω,
souffrir παίρνω,
prendre παρασταίνω,
figurer πεινώ,
avoir
faim περνώ,
traverser πετυχαίνω,
reussir
πετώ, voler πέφτω,
tomber
πηγαίνω, πάω,
aller πίνω,
boire
πλανώ,
fourvoyer πλανεύω,
tromper, égarer πλένω,
laver
πλέω,
flotter,
naviger πνέω,
souffler πονώ,
avoir
mal ρουφώ,
avaler,
engloutir
σέβομαι,
respecter σέρνω,
attirer,
mener
σπάω/σπάζω,
casser σπέρνω,
semer στέκομαι/στέκω,(se)
tenir στέλνω/-στέλλω,
envoyer στενοχωρώ,
être triste
-στρέφω,
tourner,
virer συ(γ)χωρώ,
pardonner συνωμοτώ,
comploter σφάλλω,
faillir σχολνώ,
vaquer σωπαίνω,
taire
-σιωπώ,
taire τείνω,
tendre
τελώ, exécuter, réaliser τραβώ,
tirer,
mener
τρέπω, changer τρέφω/θρέφω,
nourrir
τρέχω, courir
τρώ(γ)ω,
manger τυχαίνω,
échoir, advenir υπόσχομαι,
promettre φαίνομαι,
paraître φεύγω,
partir φθείρω,
corrompre,
user φορώ,
porter φταίω,
être coupable χαίρομαι,
se réjouir χορταίνω,
se
rassasier
ψέλνω/ψάλλω, chanter
|
αγανάκτησα -άγγειλα αγρύπνησα -άιρεσα
ακούμπησα αμάρτησα
ανάκλασα ανάστησα
ανέβηκα αποθάρρυνα
απόνειμα άρεσα
άρκεσα άρτυσα
αύξησα άφησα
έβαλα -έβαλα
βάρυνα βάστηξα
έβγαλα βγήκα
βλάστησα είδα
βόσκησα έβρεξα
βρήκα βύζαξα
έγδαρα γέλασα
έγειρα γέρασα
έγινα -
έδειρα διάθλασα διάβηκα
- διέρρευσα δίδαξα
έδωσα/έδωκα δίψασα
έδρασα δυστύχησα εγκατάστησα
επαίνεσα παίνεψα
επιβάρυνα ήρθα
ευτύχησα
- θάρρεψα
θέλησα κάθισα
έκαψα κάλεσα
έκανα κατάλαβα
καταφρόνησα κατέβηκα
κέρασα έκλαψα
- κρέμασα
έλαβα έλαχα
είπα λέπτυνα
έμαθα μάκρυνα
μέθυσα εμένα
μόλυνα μπήκα
μπόρεσα
- ξεδιάλυνα
ξέχασα ξεψύχησα
έπαθα πήρα
παράστησα πείνασα
πέρασα πέτυχα
πέταξα έπεσα
πάω ήπια
πλάνεσα πλάνεψα
έπλυνα έπλευσα
έπνευσα πόνεσα
ρούφηξα
- έσυρα
έσπασα έσπειρα
-
έστειλα
στενοχώρησα
-έτρεψα
συ(γ)χώρισα συνωμότησα
έσφαλα σχόλασα
σώπασα -σιώπησα
έτεινα τέλεσα
τράβηξα έτερψα
έθρεψα έτρεξα
έφαγα έτυχα
υποσχέθηκα
- έφυγα
έφθειρα φόρεσα
έφταιξα
- χόρτασα
έψαλλα |
- -αγγέλθηκα
- -αιρέθηκα
- -
ανακλάστηκα αναστήθηκα
- αποθαρρύνθηκα απονεμήθηκα
- αρκέστηκα
αρτύθηκα αυξήθηκα
αφέθηκα βάλθηκα
-βλήθηκα βαρέθηκα
βαστήχτηκα βγάλθηκα
-
- ειδώθηκα
βοσκήθηκα βρέχτηκα
βρέθηκα βυζάχτηκα
γδάρθηκα γελαστικά
-
- γίνηκα
δέθηκα δάρθηκα
διαθλαστικά
- διαμαρτυρήθηκα
- διδάχτηκα
δόθηκα
-
-
- εγκαταστάθηκα
επαινέθηκα παινεύτηκα
επιβαρύνθηκα
-
- ευχήθηκα
-
-
-
κάηκα
καλέστηκα
-
- καταφρονήθηκα
- κεράστηκα
κλάφτηκα κοιμήθηκα
κρεμάστηκα
-
- ειπώθηκα
λεπτύνθηκα μαθεύτηκα
απομακρύνθηκα
-
- μολύνθηκα
-
- ντράπηκα
ξεδιαλύθηκα ξεχάστηκα
-
- πάρθηκα
παραστάθηκα
- περάστηκα
- πετάχτηκα
-
- πιώθηκα
πλανήθηκα πλανεύτηκα
πλύθηκα
- -πνεύστηκα (εμ-) -πονέθηκα
ρουφήχτηκα σεβάστηκα
σύρθηκα -σπάστηκα
σπάρθηκα στάθηκα
στάλθηκα στεναχωρήθηκα
-στράφηκα συ(γ)χωρήθηκα
-
-
-
-
-σιωπήθηκα
-τάθηκα
τελέστηκα τραβήχτηκα
τράπηκα θραύτηκα
- φαγώθηκα
-
- φάνηκα
- φθάρθηκα
φορέθηκα
- χάρηκα
- ψάλθηκα
|
αγανακτισμένος
-αγγελμένος αγρυπνισμένος -αιρεμένος
ακουμπισμένος
- ανακλασμένος αναστημένος
ανεβασμένος αποθαρρημένος
- -
- αρτυμένος αυξημένος
αφημένος βαλμένος -βλημένος
βαρεμένος βαστηγμένος βγαλμένος
βγαλμένος βλαστημένος
ιδωμένος βοσκημένος βρε(γ)μένος
- βυζαγμένος
γδαρμένος γελασμένος
γερμένος γερασμένος
γινωμένος
- δαρμένος
διαθλασμένος
- διαμαρτυρόμενος
- διδαγμένος
δοσμένος διψασμένος
- δυστυχισμένος εγκαταστημένος
παινεμένος παινεμένος
επιβαρημένος
- ευτυχισμένος
-
-
- καθισμένος
καμένος
καλεσμένος
-
- καταφρονεμένος κατεβασμένος
κερασμένος κλαμένος
κοιμισμένος κρεμασμένος
-
- ειπωμένος
λεπτυσμένος μαθημένος
απομακρυσμένος μεθυσμένος
- μολυσμένος
μπασμένος
-
- ξεδιαλυμένος
ξεχασμένος ξεψυχισμένος
παθημένος παρμένος
παραστημένος πεινασμένος
περασμένος πετυχημένος
πετα(γ)μένος πεσμένος
πηγεμένος πιωμένος
πλανημένος πλανεμένος
πλυμένος
- -πνευμένος(εμ-) πονεμένος
ρουφηγμένος
- συρμένος
σπασμένος σπαρμένος
- σταλμένος
στεναχωρημένος -στραμμένος
συ(γ)χωρημένος
- εσφαλμένος
σχολασμένος
σωπασμένος
-σιωπημένος
- -τελεσμένος
τραβηγμένος
-τραμμένος θρεμμένος
- φαγωμένος αποτυχημένος
υποσχεμένος κακοφανισμένος
- φθαρμένος
φορεμένος
-
- χορτασμένος
ψαλμένος |