|
|
|
Présent |
Aoriste |
Participe/Passif |
Actif |
Passif |
Avec Aoriste en -ανα (-αίνω, -ανα, -νθηκα, -σμένος )
|
ανασαίνω,
respirer απολυμαίνω,
désinfecter θερμαίνω,
chauffer λευκαίνω,
blanchir λιπαίνω,
fertiliser μιαίνω,
entacher, souiller ξεθυμαίνω,
s'évaporer
ραίνω, asperger, arroser ρυπαίνω,
polluer σημαίνω,
signifier συμπεραίνω,
conclure υγραίνω,
humidifier
υφαίνω,
tisser |
ανάσανα απολύμανα θέρμανα λεύκανα λίπαινα
μίανα ξεθύμανα έρανα ρύπανα
σήμανα συμπέρανα ύγρανα ύφαινα |
- απολυμάνθηκα
θερμάνθηκα λευκάνθηκα
λιπάνθηκα μιάνθηκα
-
- ρυπάνθηκα
σημάνθηκα
- υγράνθηκα υφάνθηκα
|
- απολυμασμένος
θερμασμένος λευκασμένος λιπασμένος
μιασμένος ξεθυμασμένος
-
- (σε)σημασμένος
-
- υφασμένος
|
Avec Aoriste en -ανα (-αίνω, -ανα, -θηκα, -μένος )
|
βασκαίνω,
ensorceler
βουβαίνω,
rendre muet γλυκαίνω,
adoucir
ζεσταίνω,
chauffer κουφαίνω,
assourdir μαραίνω,
dessécher, faner
μοιραίνω, définir le
destin -μωραίνω,
abêtir ξεραίνω,
sécher πεθαίνω,
mourir πικραίνω,
aigrir τρελαίνω,
affoler φυραίνω,
ratatiner ψυχραίνω,
refroidir
|
βάσκανα
βούβανα
γλύκανα
ζέστανα κούφανα μάραινα μοίρανα -μώρανα ξέρανα πέθαινα πίκρανα τρέλανα φύρανα
ψύχρανα
|
βασκάθηκα
βουβάθηκα
γλυκάθηκα
ζεστάθηκα κουφάθηκα μαράθηκα μοιράθηκα (ξε)μωράθηκα ξεράθηκα
- πικράθηκα τρελάθηκα
- ψυχράθηκα
|
βασκαμένος
βουβαμένος
γλυκαμένος
ζεσταμένος κουφαμένος μαραμένος
μοιραμένος (ξε)μωραμένος ξεραμένος
πεθαμένος πικραμένος (ξε)τρελαμένος
φυραμένος φυραμένος
|
Avec Aoriste en -υνα |
ακριβαίνω,
renchérir απαλαίνω,
adoucir βαραίνω,
alourdir βαθαίνω,
approfondir κονταίνω,
écourter λεπταίνω,diminuer,
fuseler μακραίνω,
rallonger
- μικραίνω,
réduire, atténuer ξανθαίνω,
blondir ομορφαίνω,
embellir παχαίνω,
grossir πλαταίνω,
agrandir πληθαίνω,
multiplier σγουραίνω,
friser, boucler σκληραίνω,
durcir σκουραίνω,foncer,
noircir φαρδαίνω,
élargir φτωχαίνω,
appauvrir χοντραίνω,
grossir |
ακρίβυνα απάλυνα βάρυνα βάθυνα κόντυνα λέπτυνα
μάκινα
- μίκραινα ξάνθαινα ομόρφυνα πάχυνα πλάτυνα πλήθυνα σγούρυνα σκλήρυνα σκούρυνα φάρδυνα φτώχυνα χόντρυνα |
- -
- -
- λεπτύνθηκα
απομακρύνθηκα
- -
- -
- -
- -
- -
- -
-
|
- -
βαρεμένος
-
- λεπτυσμένος απομακρυσμένος
μακρεμένος
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
- |
|
|