Ρ
Ραγκάν - Κορυφή του Βουνού -
Ρακάν - Μικρό Ύψωμα -
Ρακίν Ρακί
Ράμμαν - Κλωστή -
Ράshα - Ώμος -
Ραshία - Βουνά -
Ραshίν Βουνό
Ραshόπουλον - Πουλί του βουνού
Ραχνά - Αράχνη
-
Ρεβόλ - Είδος πιστολιού -
Ριγώ - Κρυώνω -
Ρίζα μ - Ρίζα μου (χαϊδευτικό, χρήση όπως το πουλί μ) -
Ρούζω - Πέφτω -
Ρουκάν - Εκχιονιστήρας -
Ρωθωνίζω - Ροχαλίζω -
Ρωμέισα - Ρωμιά -
Σ
Σα - Στα -
Σαεύω (ή Ισιαύω) - Υπολογίζω
Σαλαχανέας - Αυτός που τριγυρίζει όλη μέρα
Σαλαχανού Μια γυναίκα που τριγυρίζει όλη μέρα -
Σαμαρτσούκ(Σαμαρτσούχ) - Ένα είδος δέντρο -
Σάντιλα - Καθώς -
Σαντούγ Σεντούκι
Σαρεύω Περικυκλώνω ή μεταφορικά Μου αρέσει
Σαταshεύω -
Πειράζω
Σαρί - Ξανθό -
Σαφλάς - Σάλια -
Σαφλέας - Σαλιάρης -
Σαχτάρ - Στάχτη -
Σαχταρού Σταχτοπούτα -
Σεβάσκομαι - Σέβομαι -
Σεβντά (Τουρκικό) - Αγάπη -
Σεβνταλής - Ερωτευμένος -
Σεβνταλία - Ερωτιάρικα -
Σεβνταλού - Ερωτευμένη -
Σείρω - Να Πετάξω -
Σεκέρ - Ζάχαρη -
Σεκεύω - Ξηλώνω
Σεούτ/Σεκιούτ
- Ιτιά -
Σερεύω - Μαζεύω -
Σερίν (Τουρκικό) - Ισχίο -
Σέφτελος - Χαζός -
Σην - Στην -
Shιαshιρεύω Μπερδεύομαι
Shίλε(α) - Χείλια -
Shίνα - Πόντος (στο ύφασμα)
Σιασιουρεμένος - Μπερδεμένος -
Σιάπκα/Σιάφκα - Καπέλο -
Σιλεύω - Σφουγγαρίζω -
Σιρ - Πετάω -
Σίρον - Πέτα -
Σισιάν/Σισάν/Σισέν - Μπουκάλι -
Σκαλώνω - Ξεκινώ -
Σκαμνίν - Σκαμνί -
Σκολέκ - Σκουλήκι -
Σκοτία - Σκοτάδι
Σκουντουλίζω Μοσχοβολώ
Σκωτούσαι - Σκοτώνεσαι -
Σκούμαι - Σηκώνομαι -
Σκυλάζω - Βρωμάω -
Σοεύω Κλέβω
Σολίκ - Καλή παρέα
Σορός - Δάση -
Σούκ - Σήκω -
Σουμάδεμαν - Αρραβώνας -
Σουμά σ' - Κοντά σου -
Σουμπούλα - η κουνιστή και όμορφη
Σουμώνω
Πλησιάζω
Σουρούκ/Σουρούχ - Μακρύ ίσιο ξύλο για διάφορες χρήσεις
Σουφρά
Τραπεζομάντιλο
Σοχάγα/Σοκκάκι - Μικρό δρομάκι -
Σον - Χιόνι -
Σος - Σιωπή -
Σπάζω - Σφάζω -
Σπαλίζω - Κλείνω -
Σπάνω (ή chατλατιρεύκουμεν) - Εκρήγνυμαι
Σπαριέλ -
Σουτιέν -
Σπάσον - Σκάσε
Σπογγίζω - Σκουπίζω -
Στα/Αστά ή Εστά - Σταμάτα/Περίμενε -
Σταλήγουμαι Σταματώ
Στάλλη Στέλλα
Στούπιτσα - Είδος χορταρικού με ξινή γεύση.-
Σταυρίτης - Σεπτέμβριος -
Σταφύλε Σταφύλια
Στόλ Τραπέζι
Στούδ - Κόκκαλο -
Στράτα - Δρόμος ή Πεζοδρόμιο -
Στύλον Στέλιος
Συντζεύω - Μιλώ -
Σωρεύω - Μαζεύω/Μαζεύομαι -
Σως - Σιωπή -
Τ
Ταβίζουμε Μαλώνουμε -
Ταγιανίζω - Aντέχω -
Ταπιάτ - Χαρακτήρα -
Ταρά(γ)ουμαι - Ανακατεύομαι -
Ταράζω - Ανακατεύω -
Tαραήλτς ή ταραήλες - Το ουράνιο τόξο -
Tαραπουτζίζ - Χοροπηδάω -
Τελένω - Τελειώνω -
Τεμέτερον - Δικό Μας -
Τ'εμόν - Δικό Μου -
Τ'εσόν - Δικό Σου -
Τέρεν - Κοίτα -
Tέρτ' - Βάσανο -
Τερώ Κοιτάζω
Τερώσε Σε Κοιτώ
Τέσιν - Ταίρι -
Τεστόπον - Στάμνα -
Τετές O πατέρας
Τιαζεύω - Χάνομαι, φεύγω
Tιαντζίφ - Γάζα
Τιαριαζή Ζυγαριά
Τιασπήγ Μπεγλέρι
Τιδέν - Τίποτα -
Τιζεύω - Βάζω στη σειρά -
Toζ - Σκόνη
Τονάτεμαν Στόλισμα
Τοπλαεύω - Συμμαζεύω, μαζεύω
Τορ - Δίχτυ -
Tόρε(α) Τα δίχτυα
Τοσπαγάνος - Χελώνα -
Τουζάχ - Παγίδα -
Τουshμάνος Εχθρός -
Τουshμάν Εχθρός -
Tούτια - toutia - ειδικό φρούτο από δέντρο -
Τρανίνω - Μεγαλώνω -
Tροsh - Ένα είδος φυτού απ' όπου έκαναν μαγιά
Τσαίζω - Φωνάζω -
Τσακούτς Σφυρί
Τσακωμένος - Σπασμένος -
Τσαμουρένεν τεστόπον - Χωμάτινη στάμνα -
Τσαμουροζόμ Λασπόνερο
Τσαμπλίζω - Κάνω ματάκια
Τσανγκλίζω - Βρέχω, πιτσιλάω
Tσάνι μ' - Παραχαϊδεμένο μου -
Τσάντσαρος Αράχνη
Chαμπλίζω - Το κλείσιμο των ματιών
Chαρτάγ
Υπόστεγο
Chατλατιρεύω Σκάω (ενεργ.φωνή)
Chιαμντιάκ Σώμα
Chιαπιάρ Περίφραξη
Τσατσαλοκέφαλος Φαλακρός
Τσάτσαλος - Γυμνός -
Τσαχούρ - Ξανθό/Σταχτί -
Τσίπ - Πολύ -
Τσιπλάχ'ς - Γυμνός (επίσης Φτωχός) -
Chάπας Παλαμάκια (χειροκρότημα)
Τσουρώνω Κλείνω
Τσαραπίζω - Γρατζουνίζω -
Τσαρτιλίζ - Σπινθηρίζει -
Tσαφίζω/τσαφίουμαι ή κνέσκουμαι ξύνομαι -
Τσάχ Τζάκι
Τσερίζω - Σκίζω -
Τσηκάρ Συκώτι
Tσιλιάζω - Σκεπάζω -
Τσιλίδ' Κάρβουνο
Τσιλντεύω - Κατουρώ -
Tσαμούρια - Λάσπες -
Tσίας - Σπίθες -
Τσιλίδια - Κάρβουνα -
Τσιλντεύω (Τσλντεύω) Κατουρώ
Tσιμίσκος - Ηλίανθος -
Τσιρώνω Ακυρώνω
Τσιτσάκ ή Τσιτσέκ (Τουρκικό) - Λουλούδι -
Τσουμίζω - Στραγγίζω -
Τσουμούρ - ψυχούλα από ψωμί μαζί με λάδι τηγανητό
Τσούνα - Σκύλα
-
Τσουπώνώ Πωματίζω
Τσουρμουλίζω - Τσιμπώ, χουφτώνω
Τυλίζω Τυλίγω
Υ
Yείαν Υγεία -
Υλάζω - Γαβγίζω (λέω κάτι δυνατά) -
Υλίζω - Στραγγίζω -
Υλιστόν - Στραγγιστό γιαούρτι
Ύψωμαν Αντίδωρο
Φ
Φα Φάε
Φαντάλα - μια που μιλούσε πολύ -
Φάζω - Ταΐζω -
Φο(γ)ούμαι - Φοβάμαι -
Φουρκίγουμαι Πνίγομαι
Φουρκίζω - Πνίγω -
φουρνίν - φούρνος -
Φουρνός - Βάτραχος -
Φουshκαλίδ Φουσκάλα
Φουτίν - Κρυφό κλάσιμο -
Φρανταλα - Όμορφη γυναίκα -
Φτερία - Φτέρη -
Φτίζμα Σάλιο
Φτουλακίζω Αγχώνομαι
Φτουλίζω - Ξεπουπουλιάζω, μαδάω -
Φωλέαν - Φωλιά -
Φωταχτερέας - Φωτισμένος (λάμπει) -
Φωταχτερού - Φωτισμένη (λάμπει) -
Φωτίshε(α) - Τα βαφτίσια -
Χ
Χαchιάτια Εργαλεία
Χαζίρ Ωραία
(καλά)
Xαθ - Χάσου -
Xαιρετίας - Χαιρετισμούς -
Χαμούφτας - Φράουλα -
Χαντιλιάγουμαι - Γαργαλιέμαι -
Χαντόσχερο - Σκαντζόχοιρος -
Χαραπωμένον Χαλασμένο
Χαραπώνω - Χαλάω
Χαρεντερίζω - Δίνω χαρά
Χαρτσένια Εντόσθια
Χασεύω/ζεματώ - Καίω -
Χάταλον Παιδί
Χαψία - Ψάρια -
Χαψίν Γαύρος
Χείλε - Χείλια -
Χείλε - Χίλια -
Χερ' - Χέρι -
Χερόπον - Χέρι -
Χλαγού - Πλάστης για το άνοιγμα φύλλων ζύμης
Χοβλιάβω - Όταν απειλώ κάποιον με μια κίνηση
Χολιάshκουμαι - Θυμώνω -
Χολχόλε - Χόρτα -
Χορτλάχτς - Βρικόλακας
Χοshέτ Σκουπίδι
Χουζάρ - Πριόνι -
Χουλέν - Θερμό/Ζεστό -
Χουλιάρ - Κουτάλι -
Χουσμέτ Εξυπηρέτηση
Χρα - Χρώμα προσώπου
Χτήνον - Αγελάδα -
Ψ
Ψαλαφώ - Ζητώ -
Ψεζνός Χθεσινός
Ψη - Ψυχή -
Ψη μ' - Ψυχή μου -
Ψωμίν - Ψωμί -
Ω
Ωβάζω - Κάνω αυγά -
Ωβάζνε Kάνουν αυγά
Ωβοτάραχον - Ταραμάς, χαβιάρι -
Ωβό Αυγό
Ωβόν - Αυγό -
Ωβόππα Μικρά Αυγά
Ωμίν - Ώμος -
Ώμνησα Ορκίστηκα
Ωράζω (Ωριάζω) - Προσέχω ένα μέρος -
Ώρα(εα)σον - Κοίτα -
Ωρίασον - Μην τυχόν -
Ωσπουτά Μέχρι -
Ωτιν - Αυτί -
Ωφ - Επιφώνημα πόνου/στεναχώριας -
Ωφλαεύω - Αναφωνώ την λέξη 'Ωφ' -