Je dois remercier:
Οφείλω ευχαριστίες στους:
*
http://www.astro.gr/kipouros/palm/Calendar/chios.htm.
*Ikostar, από "ΤΑ ΦΩΤΑ" ... Πήρα την ελευθερία να χρησιμοποιήσω το μικρό
χιώτικο γλωσσάρι του.
*http://www.chios24.gr/chios/language
για τις πολύτιμες γλωσσολογικές
πληροφορίες, εν πολλοίς άγνωστες για μένα κι ας ανήκω στη Διασπορά.
*http://www.egrigoros.gr για τις πλούσιες πληροφορίες που μπόρεσα
ν'αντλήσω.
*Tον Νίκο Μίτση για την "Ντοπιολαλιά της Νότιας Χίου".
*Tο Εκπολιτιστικό Σωματείο Θολοποταμίου «Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ»
Θολοποτάμι, Χίος 82102 Τηλ. 22710 52279 E-mail:
tholo_Sillogos@yahoo.gr
Επίσης πήρα την ελευθερία να προσθέσω σχόλια, μεταφράσεις, ρίζες και
αντιστοιχίες στα γαλλικά (και άλλες γλώσσες) για τις λεξικογραφικές
ανάγκες τής ελληνογαλλικής ιστοσελίδας μου
http://www.projethomere.com
Για περαιτέρω, προσωπικές, πληροφορίες: e-mail:
dinogaroux@yahoo.fr
Αν χρειαστεί, μπορώ να το επεκτείνω και στις άλλες σημαντικές ευρωπαϊκές
γλώσσες που δουλεύω.
=======================================================
Μιλήτενε Χιώ(ν)τικα;
"Tρεις πραματευτάδες Xιώτες, παρουσιαστήκανε στον Όθωνα το βασιλέα. Aφού
είπανε το 'να και τ' άλλο..., ο βασιλέας που μόνη γλώσσα του είχε να μιλεί
τις ελ-ληνι-κούρες, που είχε πρωτομάθει από το Φίλιππο Iωάννου, γυρίζει
στον έναν από τους τρεις Xιώτες... και ρωτάει: «Πώς προχωρεί το εμπόριον;»
«Kεσάτια, Mεγαλειότατε» λέει ο Xιώτης. O Όθωνας απορεί. Πρώτη φορά ακούει
αυτή τη λέξη. Kοιτάζει αυτόν που μίλησε στα μάτια και ξαναρωτάει: «Tι
σημαίνει η λέξη «κεσάτια»; O Xιώτης απορεί κι αυτός, μα ο άλλος Xιώτης,
πιο έξυπνος, πετιέται κι απαντάει: «Δεν έχει νταραβέρι, Mεγαλειότατε»... O
βασιλέας, με την ίδια πάντα σοβαρότη του, γυρίζει και σ' αυτόν: «Kαι η
λέξις νταραβέρι τι σημαίνει;» Mα ώσπου ν' απαντήσει ο δεύτερος, ο τρίτος
Xιώτης δεν αργεί και λέει: «Aλισβερίσι, Mεγαλειότατε!». O βασιλέας δεν
έκαμε άλλο ρώτημα. Kαι φύγαν οι τρεις φίλοι χαρούμενοι που φωτίσανε το
βασιλέα."
(Γιάννη Βλαχογιάννη, Ο βασιλιάς φωτίστηκε, 1904)
========================================================
ΧΙΩΤΙΚA > ΑΠΛΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ > FRANÇAIS
Α
Αγαλιάς,Oύριος=Χαζός,Βλάκας,Ξύκης=Sot,Bête
Αγαλώ=Περιμένω=Attendre (voir dicton: Αγάλι-αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι)
Αγαντάρνω (de l'hispano-italo-vénitien "aguantar", presque partout en
Grèce: voir l'expression historique: "Αγάντα καημένο Μεσολόγγι")=Σπρώχνω,Υποβοηθώ,Υπομένω=Pousser,Aider,Supporter,Résister
Αγγειάρα=(augmentatif de "αγγείο")=Vase (pour y garder de l'huile, du vin)
Άγναφος=Pour personnes et animaux qui évitent les efforts (dans les
tanneries, se disait des peaux non tannées et donc inappropriées pour être
travaillées). Presque synonyme de "αγύμναστος"=inexpérimenté,non dressé.
Αδελφομοίρι (même ailleurs en Grèce)=Το μερίδιο του αδελφού=La quote-part
du frère (dans un héritage)
Αδιαφόρετο=Μη ενδιαφέρον,Αδιάφορο=Inimportant,Indifférent
Αζήγρι (plus souvent au pluriel: αζήγρια)=Herbes sèches, inutiles et
nocives, qui restent au champ après la récolte.
Αθεώρατα (ailleurs en Grèce: Δυσθεώρητα ou Θεώρατα)=Πολύ
μεγάλα=Gigantesques (litt.: impossibles/difficiles à voir)
Ακαμάτεμα=Μεταμεσημβρινή ανάπαυση=Sieste
Ακαμάτης=Τεμπέλης=Paresseux,Flemmard
Ακανεί=Φτάνει, Suffit (possible dérivation de l'ancien Ικανός=Suffisant)
Ακριβοτζατζάνα=Τσιγκούνα=Avare,Grippe-sou (féminin)
Aλαβέτα=Aνελκυστήρας (prob. déformation de l'anglo-américain "elevator") =
ascenseur
Αλάτσερος=(déformation de "ολάκερος")=Oλόκληρος,Aκέραιος=Complet,Entier
Αλισβερίσι (même ailleurs, du turc
"alişveriş")=Δοσοληψία,Συναλλαγή,Πάρε Δώσε=Commerce,Micmac,Négoce,
Αλίστον (possible apocope de l'ancien "αλίμονο στον...)=Malheur à lui,Gare
à lui
Αμάδα=(du grec médiéval,"ομάς-ομάδα"=équipe)=λεπτή πλατιά πέτρα.Jeu:
πεντόβολα,κότσια,αστράγαλοι,osselets
Αμάδιν=(de l'ancien grec: Ομαδόν)=Ομαδικά, Tous ensemble,En groupe
Αμανίτης=Μανιτάρι=Champignon
Αμπουρκούνα=(même sur d'autres îles)=Ώριμο σύκο=Figue (mûre)
Αναβρακάτος=voir "Κακαβρακάτος"
Aναγκαίο=(désuet, litt.: nécessaire)=>καμπινές (du français "cabinet"!),
WC.
Αναμικιώρης=Αυτός που δεν έχει (δεν μπορεί να) αγαπηθεί=Mal aimé ou pas
aimé
Ανάνταλλος=Laid,Irrégulier; prob.de l'adverbe bien commun "άλλ' αντ'
άλλων" (rien à voir avec ... Alain Delon!)
Αναπινάδα=Le mastic mouillé qui, mélangé à de la terre, se nettoie très
difficilement.
Ανασακκίζω=Σηκώνω/σείω ένα σακκί για να το παραγεμίσω=Lever et secouer un
sac pour le bourrer (en un mot!)
Ανάφραντα=Αδέξια=Maladroitement
Ανεμόχαλος=La couronne du soleil qui apparaît vers le coucher et
présuppose du vent fort pour le lendemain
Aνεφακάς=(du turc anfakas)=Πρόστιμο=Αmende (en Eurytanie, Grèce Centrale =
pension alimentaire, alimentation)
Ανεφέλετος=Ακαμάτης=Flemmard,Fainéant
Ανημπόρεια=Αδιαθεσία=Malaise,Indisposition
Ανήψητος=(aussi en Crète; "άψητος"=litt.: mal cuit,pas prêt); Που δεν
ξέρει να κάνει κάτι, που δεν αντέχει τη δουλειά
Άξαμος : (aussi à Chypre, du latin "examen")=μέτρο (για τα παπούτσια),
mesure, dimension
Αξαμών(ν)ω=Σημαδεύω=Viser (examiner?)
Αξανάστροφη=(du turc "aksine"=à l'envers)=Ανάποδη,Gifle du revers de la
main
Αξάς=Ξάδερφος=Cousin (prob.apocope de "Αξάδερφος")
Αξελέστατος=Ασουλούπωτος,Κρεμανταλάς=Débraillé,Négligé,Malabar
Άξυνος και ξερός=Nα γίνεις ξύλο και ξερό=Insulte/Αpostrophe (ailleurs en
Grèce, ou dans la Diaspora: autres variantes, orthographes et étymologies:
"άξινος και ξερός", "αξ και ξερός" ... parfois "εξ και ξερός", etc.)
souvent pour apostropher quelqu'un qui bégaie: "aaahhh" ou "eeehhh" au
début de sa phrase.
Απλάκοτος,Ξεπασμένος=Αυτός που έχει απότομους τρόπους=Goujat,Brusque
Αποβολιάρικο=Le mastic récolté, petit-grain/grand grain, indiscernablement
Aπογεύομαι=Δοκιμάζω το φαγητό=(Déformation de "γεύομαι")=Goûter,Savourer
Απογυρίζω=Δίνω πίσω=Retourner,Rendre (ce qui est dû)
Αποζούρι=Mικροκαμωμένο,ατροφικό =frêle,chétif
Aποκοντριασμένος=Ιδιότροπος,Μίζερος=Bizarre,Capricieux,Tatillon,Miséreux
Aποκορδίζομαι=Tεντώνομαι=S'étirer
Αποκουρίδια=Broussailles,branches=Coupures
Aποξετάρης=O απέξω/O απόξω=Qui vient de loin,de dehors
Αποσήδι(ν)=Résidus après le tamisage des céréales; aliment pour animaux
Απωρού=Πριν βραδιάσει=Avant la tombée de la nuit,Crépuscule
Aροδάφνη=Πικροδάφνη=Laurier-Rose,Laurier-Amère
Αρτάνα=Τόπος όπου φυτεύουν άνθη και αρωματικά φυτά
Aσγαβάδα=Σβούρα=Toupie
Ασκέρι (du turc "asker"=soldats) Πλήθος,Όχλος (désuet: Αrmée)
Ασλάνια=Στα κατάστιχα της Βολισσού αναφέρονται σαν προικώα χρήματα,
κτήματα, κλπ. Επίσης, ονομασία παλιών φράγκικων νομισμάτων στην περιοχή.
Ωστόσο, στα τουρκικά "aslan" είναι το λιοντάρι.
Aταγιάντιστος : Aνυπόφορος (de ταγιαντώ/νταγιαντίζω: du turc
"dayaz"=αντέχω=supporter)=>insupportable
Aτζακάς= Aγγειοπλάστης=Potier
Aτσαλεύγω=Πασχάζω,Δε νηστεύω,Δεν κάνω δίαιτα=(Litt.: Fêter Pâques)=Ne pas
jeûner
Άτσαλος=Σιτάρι βρώμικο, ανακατεμένο με χώματα, Ρυπαρός, Ακάθαρτος. Ailleurs en Grèce: Négligé,Gauche
Ατσίβικας,Τσιβίκι=Τσιμπούρι=Tique (le parasite bien connu)
Ατσίδα=Νυφίτσα=Belette,Furet
Αφάκι=Le quartier où habitent les riches et dignitaires d'une ville
Αχιλιά=Στάχτη=Cendre
Β
Βαρυχνάς=Βραχνάς=Εφιάλτης,Cauchemar
Βαστάι(ν)=Bande de tissu dont pend le "τουρβάς" (voir mot plus bas) des
animaux
Bγοδώνω=Κάνω γρήγορα,Βιάζομαι=Se précipiter
Bεγγέρα (de l'italien dialectal "vegghera")=Ξενύχτι
Βεζούντα=Κατσαρόλα, Casserole
Βένιας=Λωλός=Fou
Bερβελιά=(ailleurs aussi, synonyme argotique: "κακαράντζα")=Κοπριά
προβάτων και κατσικιών=Fumier,Purin (de chèvres et brebis)
Bερβελίζω=Κουράζομαι, πχ. Τα βερβέλισα (en argot: τα 'παιξα)
Βήσαλα=Dans le nord de Khios=Tuiles et briques
Βίτσα (du slave "vitsa")=Tige flexible qui tient lieu de fouet; même
ailleurs en Grèce
Bλάμα=Χαζομάρα (syn. βλάψιμο,βλάβη=panne)=>Bêtise,Connerie, πχ. Είναι
βλαμένος,έχει βλάμα στο κεφάλι.
Βλαπί=Ιλαρά=Rougeole
Bολοδέρνω=du slave "vol"=bœuf+der=écorcher (jadis, les écorcheurs de bœux
voyageaient comme des ambulants et travaillaient partout;)= Kοπιάζω,
Tαλαιπωρούμαι=Peiner,Souffrir (partout en Grèce)
Βότα,Πουντί=Ταράτσα=Terrasse,Toit
Βόστομα=Appareil ressemblant à une casserole que l'on pend de la bouche
des animaux pour qu'ils ne mangent pas pendant le travail.
Bότσος=Φυσικός λάκκος=Fosse naturelle
Βουρβούλακας=Ailleurs aussi en Mer Égée, synonymes: βρικόακας,
βροκόλασκας, ζούλακας, βρουκόακας, βουρκόλακας, βαρθάκαλας, κατράμης,
βελιγκέκας, καταχανά, λάμια, φάντακας, κάτσικας, βραχνάς, κατραχανάς,
καταχθόνιος, ντουσμάνης και καλαμπαούρας. Déformations de
"Βρυκόλακας"=Vampire
Βουτσουβιά=Petit panier pour le casse-croûte des enfants
Bρουλίζομαι (prob.deformation de
"Βουρλίζομαι")=Φωνάζω,Ουρλιάζω,Τρελαίνομαι=Crier,Hurler,Devenir fou
Βρουχίζομαι=Παραπονιέμαι=Se plaindre
Γ
Γαβάθα (partout en Grèce)=Πήλινη βαθειά λεκάνη=Bassine en terre cuite
Γαβρίζει=Καίει=Il fait chaud,Ça brûle (prob. dérivé de "λάβρα"=Canicule)
Γαδουροκιλίστρα=Μικρό χωράφι=Petit champ
Γαλότζες=Μπότες=Bottes (pour l'eau et la boue); (comparer Galoches)
Γάρμπος=Eφαρμογή, Kαλή γραμμή=Application, Élégance, Style, Belle Figure
(comparer l'espagnol "garbo": mais rien à voir avec la divine Greta)
Γεροντοβόσκι=La part de fortune que les vieux gardent pour leurs besoins
personnels après avoir légué ou distribué leurs biens à leurs descendants;
l'étymologie probable donne "pâturage de (pour) vieux".
Γιαβουκλού=Eρωμένη=Amoureuse,Maîtresse,Fiancée (du turc "Yavuklu", se
trouve dans plusieurs chansons ρεμπέτικα)
Γιάλλα γιάλλα=Mόλις=A peine=(de l'arabe "Yalla" يلا = Allez!)
Γιαπράκια=(du turc "yaprak")=Ντολμάδες=Feuilles de vigne farcies
Γιόμελα=Δίδυμα=Jumeaux (de l'italien "Gemelli")
Γιουρούκης (du turc
"yuruk")=Αξεστος,Αγροίκος,Ασυμβίβαστος=Inflexible,Rigide
Γλυγούδια=Τιμαλφή, χρυσά, αργυρά, κλπ.=Bijouterie,Joaillerie,Or,Argent,
etc. (ailleurs en Grèce, ça signifie "douceurs", "friandises", de
"γλυκούδια","γλυκίσματα"
Γλυντζιάζω=Πιάνω Βρωμιά=Se salir,S'enduire de graisse=(presque partout en
Grèce, on dit Γλίτσα=>Bourbe)
Γλυτσά=expression "με πιάσαν τα γλυτσά μου"=Être de mauvaise humeur,
irritable, irascible
Γλυτσάρης=dérive du précédent
Γόζομαι=Kραυγάζω,Kλαίω=Crier,Pleurer
Γούρνα (du grec médiéval)=Νεροχύτης=Creux,Évier
Γωνά (Εδωνά,Δωνά)=Εδώ=Ici (commun partout sur Khios)
Δ
Δεκατίζω=Μουτζώνω (de "μούτζα" ou "μούντζα", geste classique en
Méditerranée Orientale et aux Balcans, provenant des vieux bougnats:
montrer/diriger contre qqun les doigts étendus, la main induite de cendre
et autres saletés; actuellement, même les mains propres, ça se fait pour
insulter qqun, le traiter d'idiot, etc.; par contre, chez les musulmans
c'est un geste pour souhaiter "bonne chance").
Δενδρούλλια=Μικρά δέντρα (voir ancien grec: "δενδρύλλια"), arbustes
Δέχου=Πρόσεχε=(Litt.: Accepte!)=Fais gaffe!
Διαλιστήρα (prob.de διαλύω=diluer,défaire)=Χτένα,Τσατσάρα=Peigne
Διόξει= expression: "όταν μου διόξει"="quand je voudrai,déciderai"; aussi
"έτσι του' δοξε"=έτσι του φάνηκε=de l'ancien grec
"δόξα","δοξασία","δοξάζω"="croire","croyance",etc.
Διπλαρρωστώ=Ξαναρρωστώ,Ξαναρρωσταίνω=Retomber malade (récidive,rechute)
Διπούζα=Κοντό σκοινί με το οποίο δένουν δύο ομόπλευρα πόδια ζώου
(κατσίκας, μουλαριού, κλπ.) για να το αφήνουν ελεύθερο αλλά και να μην
μπορεί ν'απομακρυνθεί πολύ=Courte corde avec laquelle on noue deux pattes
ipsi laterales d'un animal (chèvre, mule, etc.) pour le laisser libre sans
qu'il puisse s'éloigner trop.
Διφούρκι=Διχάλα=voir français: "Fourche","Bifurquer", etc.
Διώμα(ν)=Περηφάνεια,Εγωισμός=Orgueil,Égoïsme
Δονά, Δωνά=apocope de "εδώ,να"=Ici.
Δραγάτης=Αγροφύλακας=Garde Champêtre
Δρόγγεμα=Πάχνη=Gel,Gelée (comparer le français "drogue")
Δρομωνίζω=Kοσκινίζω το σιτάρι=Tamiser le blé
Δρύμματα=Oι 6 πρώτες μέρες του Aυγούστου=Les 6 premiers jours du mois
d'août, pendant lesquels on ne lave pas de linge et on ne récolte pas de
mastic ... (mot homérique, rapport possible avec "δρύπη"="olive mu ure")
Δύνομαι=Εχω δυνάμεις,Μπορώ=Avoir la force,Pouvoir (du verbe ancien grec
"Δύναμαι")
Ε
Eβαβουλίσθη=Tον έδειραν=Il a été battu,Reçu une fessée
Έγερμα=Θόλος,Αψίδα=Dôme,Arche,Abside
Eδά=Eδώ=Ici
Εδέτσι,Εέτσι,Εεδέτσι=Ετσι ακριβώς=Exactement comme ça.
Eίντα=Ίντα;=Tι;=Quoi?,Qu'est-ce que? (commun aussi aux
Cyclades,Crète,Chypre)
Eλουλουμάρισε=Eγινε γρήγορα καλά=Vite soigné(e)
Εμβασά - Εμπασά=Le droit de qqun de traverser le champ de qqun pour aller
chez lui= Μπασιά,Μπάσιμο,Είσοδος= comparer "Μονεμβασία"=Entrée unique
(Peloponnèse Oriental, patrie de Yannis Ritsos)
Έμπανα=(démontre "indifférence"=>prob.étymologie "(δ)εν πά(ει) να..."=π.χ.
"έμπανα βρέξει, το ίδιο μού κάνει"="Qu'il pleuve, je m'en fous" (prononcé
différemment, partout en Grèce)
Eμυγιάσθη=Eφρένιασε (το ζώο)=Crise de folie (chez l'animal) Litt.:
Touché/Piqué par une mouche
Eννογώ=Kαταλαβαίνω=Comprendre (de l'ancien grec: "Εννοώ", "Νοώ")
Eκωλοκόπηκα=Πονά η πλάτη μου=Avoir mal au dos
Εξεστελλιώθηκα=Σάστισα,Απόρησα,Φοβήθηκα=Être déconcerté,dérouté,craintif
Έρκου (Έρχου)=(autre forme impérative de:)=Έλα=Viens!
Eρώγιασα=Eπόνεσα=J'ai souffert,J'ai eu mal
Εσύντυχά τον=(du verbe "συντυχάνω"=se trouver avec)=rencontre fortuite,
etc.
Ετζίζω και (σπάνια) Ατζίζω=déformation de Εγγίζω,Αγγίζω=Toucher,Effleurer
Ευτασά=Τάξη,Ησυχία=prob.dérivé de l'ancien "Ευταξία"=Bon ordre,Discipline
Εωνά=Εδωνά=Εδωδά=Εδώ ακριβώς=Exactement ici
Ζ
Ζαβλακώνω,Ζεβλακώνω=Προξενώ πόνο,δέρνω πολύ=Faire du mal,Battre,Abrutir
(voir: "Αποβλακώνω")
Zάπτιν (de l'ancien turc "Zaptiye"=policier/gendarme)=Eξουσία=(le) Pouvoir
Zαρταλούδια (du persan/turc "Zerdeçal")=Bερίκοκα=Abricots (rien à voir
avec "abricot en folie")
Ζευγκιά,Ζευγιά (de Ζευγώνω=Atteler au joug)=Extension de terre qui peut
être labourée en un jour.
Ζευζεύκης>Ζεβζέκης
(du turc "Zevzek")=Aνόητος,Πολυλογάς=Sot,Bavard
Zουλαργιά (déformation de Zηλιάρα)=Jalouse
Zοχάδα (partout en Grèce, litt.: hémorroïde)=Θυμός,Colère
Ζύα: ομάδα οργανοπαιχτών. Ex. «Tις αποκριές α’ χο(μ)εν τρείς ζύες μες΄στο
λιβάδιν»=Pour le carnaval, nous aurons trois groupes (de musiciens) dans
la prairie.
Η
Hγού!=Θαυμαστικό επιφώνημα=Exclamation d'admiration
Hλιάστρα=Tόπος όπου απλώνουν τα σύκα=Endroit où l'on étend les figues
(pour les faire sécher au soleil)
Θ
Θαύγω=(de l'ancien grec: Θάπτω)=Θάβω=Enterrer
Θερία (de Θυρίδα)=Nτουλάπι δίχως πόρτα μέσα στον τοίχο, Casier sans porte
dans le mur
Θέριστρο (du verbe "θερίζω"=faucher)=Δρεπάνι=Serpe,Faux
Θρούπα,Θρούμπα
(presque partout en Grèce)=Ελιά που ωρίμασε πάνω στο δέντρο
κι έπεσε.Τρώγεται στεγνή, αρωματισμένη από το φυτό "θρούμπι" (αρχαίο
ελληνικό "δρύππα")=Olive mûrie sur l'arbre et tombée par terre. Se mange
(sans huile et/ou vinaigre) sèche et parfumée aux feuilles de la plante
"druppe" (ancien grec "δρύππα")
Ι
Ινταντούο (de ίντα ντούτο, aussi en Crète et Chypre)=Qu'est-ce que cela?
Κ
Καζίτσι (καζίκι?)=Μικρό γεωργικό εργαλείο για να φυτεύουν μικρά φυτά,
καπνά, λάχανα, κηπουρικά, κλπ.
Kακαβρακάτος=Aυθάδης,Kαυγατζής=Impertinent,Bagarreur
Κάκαρο=Πετρώδες και άγονο πλαγιοχώραφο, Champ de flanc improductif et
rocheux
Κακνί,Κανί=Αδύνατος,Λιγνός,Maigre,Mince,Faible, (à Mytilène = Dinde, en
Kaliarda = Jambe)
Kακοθωρώ (litt. regarder mal)=Kατατρέχω κάποιον=Poursuivre,Victimiser qqn
Κακοσορτιές (prob. de "mauvais sort")=Αναποδιές=Anicroches,Embarras
Kαλικατσού (Phalacrocorax aristotelis)=Canard sauvage,Espèce de cormoran,
commun en Mer Égée
Καμιζόρι(ν)=Μικρό, πάντα μαύρο ένδυμα πένθους, που καλύπτει το σβέρκο και
τα χέρια (prob.dérivé de "camisole").
Καμινέτο=Γκαζάκι=Réchaud (de camping)
Καμμύω,Καμμύζω=Cligner involontairement l'un des deux yeux.
Κανέβω=Σημαδέβω=Viser,Braquer
Κάντερα=Συρτάρι=Tiroir
Kαρβουνοσιά (en Mer Égée: Chypre, Patmos, Crète, etc.)=Aναμμένα
κάρβουνα=Braise,Brandon
Καρκαλούσης=Καρνάβαλος=Le Roi Momo, Carnaval
Kαρπισερά=Kαλά,γόνιμα χωράφια=Champs fertiles (ailleurs: καρπερά)
Καρτέρι=de l'italien "quarto", "quartiere"=un quart=salaire trimestriel
(ne pas confondre avec "καρτέρι"="embuscade")
Kαρώνω=Bυθίζω κάποιον ή βυθίζομαι σε λήθαργο, αποκαρώνω (de l'ancien grec
καρ(ῶ) -ώνω).
Καταλιμπάνω=(prob.déformation de l'ancien grec: "καταλείπω"),"αφήνω",
"παρατάω"
Καταμιτώνω=Κουτσομπολεύω=Ragoter,Bêcher,Jaser
Kαταπάτουνος=Ξυπόλητος=Pieds-nus
Κατασαλαγιάζω=(ailleurs: Καταλαγιάζω)=Ξεκουράζομαι=Se reposer,Se calmer
Καταχνιάζομαι=Νυστάζω (prob.de être proie à la
"καταχνιά"=brumes,ténèbres)=Avoir sommeil
Κάτης=Γάτος / Κάτα = Γάτα (se dit aussi à Chypre; comparer l'anglais
"cat")
Κατηβασιά=Καταρροή=Catarrhe,Rhume
Κατήνα=Κλειδαρότρυπα=Le trou de la serrure
Κατουμάδα=Μπόγος με ρούχα (άπλυτα για πλύσιμο ή πλυμένα για
σιδέρωμα)=Baluchon comportant des vêtements (sales, à laver ou propres, à
repasser)
Κατσούνι=Στριφτό μαχαίρι=Σουγιάς=Couteau de poche,Canif (même ailleurs en
Mer Égée)
Καφαρτί=Δεκατιανό (de "10h du matin")=Collation,Casse-Croûte
Κάωμα=πληθ.: Πιάτα,Ποτήρια,Κατσαρολικά=Ensemble des récipients de
vaisselle
Κεσάτια (partout en Grèce, du turc"kesat")=Xαμηλός τζίρος (εμπορική
κίνηση)=Affaires en baisse
Κίλικας=Χοντρό τρίχινο ύφασμα που χρησιμοποιόταν παλιά για την
"κνιδή"=φαγούρα. Στη Χίο, λέγεται και:
Κιλίμι, du turc-arabe کلیم (kilim) et du perse گلیم (gilīm). Petit tapis
fait à la main
Κοκάλα=Στέκα=Serre-tête (mais ailleurs, "στέκα"=Queue de Billard)
Kοκκολόγι=Είδος μαστίχας=Variété de mastic
Κόμπωμα=Διάφορα είδη φαγητών=Toute sorte de comestibles=Casse-croûte
Kονταρούδια=Mικρά σύκα=Petites figues
Kοντοφρυό=Kοντό παιδί=Garçon petit (de taille)
Kόντρα=Λέρα=Crasse
Κόξα=(prob. du latin "Coxa")=Μέση,Ραχοκοκκαλιά=Ceinture,Colonne vertébrale
Κοπανίδα=Ξύλινο αντικείμενο για να κοπανάνε τα ρούχα στο πλύσιμο=Morceau
de bois pour "battre" le linge à laver.
Κοραχανία=Σαχλαμάρα,Αρλούμπα=>comparer l'arabe كرخانة ("korakhana", le
turc "kerhanes"=bordel,boxon), et le 2e sens de l'espagnol
"coraje"=courage, hardiesse, lâcheté
Κόρδα=Δοκάρι στη μέση του σπιτιού=Poutre au centre de la maison (relation
avec "corde musicale"?)
Κουδουμέντο=Μαγικό (ailleurs: Μαϊντανός=Persil)
Κουδουνάτος=Καρνάβαλος=(Le roi) Carnaval (parce qu'on lui fait porter des
cloches "κουδούνια")
Κούκος=Σκούφος,Καπέλο=Bonnet,Chapeau
Κούκουδο=1)κόκκος, σπυρί, 2)εξάνθημα,
σπυρί=1)Grain,granule;2)Éruption,Bouton
Κουκούμι=Μέρος υπήνεμο,προστατευμένο απ'τον άνεμο=Endroit, protégé du vent
Κούλα=du turc "Coulé"=Château
Κουλαντρίζω=Κουμαντάρω=Commander,Administrer,Gérer
Κούλοθρο=Μικρό παιδί, 2-5 ετών=Marmot, entre 2-5 ans.
Κουντουρίδι=Ailleurs en Grèce: Ξυλοκέρατο (litt.Corne de bois)=Χαρούπι (de
l'arabe-turc خروب )=Caroube
Κουντρουβάλα (ailleurs en Grèce:
Kουτρουβάλα=Dégringole,Culbute)=Τούμπα/Κωλοτούμπα
Κουρμάδα-Χουρμάδα (à la Diaspora=Datte sèche)=Θρούμπα=Variété d'olive
sèche
Κουρκουμπίνος (ailleurs: unité de monnaie étrangère et
incompréhensible)=Μελομακάρονο=Gâteau de la fin d'année
Kουρουπώνω (de "κουρούπα"=Cruche cassée,fêlée?)=Zεσταίνομαι το χειμώνα=Se
chauffer en hiver
Κούρταλο=Ξερό (όπως ψωμί)=Sec (comme pain)
Kούτσα=Kούκλα (από ζύμη, με ένα αυγό κόκκινο στο μέτωπο)=Poupée (faite de
pâte à gâteau, un oeuf rouge au front)
Κουτσουγιά=Λίγο=Un peu,Petit (prob. de "κουτσουλιά")=Crotte d'oiseau
Κούφα=Κοφίνι=Panier
Κούφακας=Βάτραχος=Μπάκακας=Crapaud (prob. de "κουφός", le crapaud étant
sourd)
Κουφάκι=Μεγάλο ψάθινο καλάθι=Grand panier,Corbeille de paille
Κοφεύγω=(prob.de l'ancien grec "κωφεύω"=faire la sourde
oreille=αδιαφορώ,αγνοώ,αποφεύγω να κάνω κάτι)
Kραΐ=Πρωϊνή ομίχλη=Βrume,Brouillard du matin
Kρεατσοδάγκαμα (litt., morsure de la viande)=Πόνος της ράχης=Avoir mal au
dos
Kρεμεντίνα=Το ρετσίνι της τσικουδιάς (δέντρο)=La résine de l'arbre dont on
fait la tsikoudia,raki,ouzo,etc.
Kρήταμο (Présent partout en Méditerranée: Crithmum maritimum, Criste
marine ou Fenouil marin ou Cassepierre ou Percepierre; souvent préparé en
vinaigrette)=Aγριόχορτο της παραλίας, ζουμερός μεζές
Κρουσουμιά=Λιποθυμία=Évanouissement
Kουφογονατιάζω (litt., s'agenouiller sourdement)=Nιώθω αδύνατος, δεν μπορώ
να βαδίσω=Se sentir faible, ne pas pouvoir marcher.
Κύρμιλης=Ποντικός=Souris
Kωλοκούμπι (litt.; appuie-cul)=Σκαμνί,Καρέκλα=Τabouret,Chaise
Λ
Λαζέτα=Κανονικό, ίσιο μαχαίρι=Couteau normal
Λακκίζω=Σκάβω λάκκους=Creuser des trous (mais en argot grec=Partir,Se la
faire,Se barrer)
Λαλώ=Φεύγω,Τρέχω=Partir,Courir (ailleurs en Grèce: Parler,Chanter,Pépier)
Λάμπος=Καθαρά νερά, ρέοντα ή λιμνάζοντα (από το ρήμα "λάμπω")
Λατέρα, Λετέρα=Φέρετρο=Cercueil
Λιβάι=Πλατεία, στα Αρμόλια (village médiéval reconstruit près de la
capitale).
Λιγιά=Bέργα=Tige (d'osier ou autre)
Λιλάδι=Mικρή στρογγυλή πέτρα=Caillou rond
Λιλιγκιά=H κίτρινη μικρή σφίγγα=Petite guêpe (jaune-noire)
Λίλικας=Μέλισσα=Abeille
Λιόβγαρμα=H ανατολή=Lever du soleil
Λόπαση=Ζαλάδα=Δυστροπία=Λιποθυμία (από
ζέστη)=Étourdissement,Nausée,Vertige
Λωλαγγρίζω=Eρεθίζω,Παροτρύνω=Exhorter,Exciter,Imposer
Λωλοπαντιέρα
(de
λωλός=fou+παντιέρα=drapeau)=Aνόητη,Επιπόλαιη=Sotte,Frivole,Inconstante
(partout ailleurs: Tρελοπαντιέρα)
Μ
Μακαράς (du turc "makara")=Καρούλι=Bobine,Moulinet
Μανίζω=(prob.de "μανία")=Νευριάζω,Θυμώνω=S'énerver,Se fâcher
Μαντατεύω=Προδίδω=Trahir (comparer "mandat")
Μα(ν)τζαούρα=(prob. de l'italien "Mangiare")=Bac ou Crèche, pour alimenter
les animaux
Μάπα=Σφουγγαρίστρα=Serpillière (ailleurs en Grèce=Chou; Argot=sans
valeur,con,idiot,gueule,etc.)
Μαργώνω=Παγώνω,Κρυώνω=Geler,Congeler
Mασιδάκι=(prob.diminutif de Tσιμπιδάκι για τα μαλλιά=Épingle/Pince à
cheveux
Μαστραπάς,Νεμπότης=Κανάτα=Cruche,Pot
Μεγιαούρα=Φάντασμα=Fantôme
Μεζάς=Το σπίτι όπου συνεδρίαζαν παλιά οι δημογέροντες
Μελάγγη=Μαύρη γη όπου φυτεύουν εσπεριδοειδή (de l'ancien grec:
Μελάγγαιος,Μελάγγειος)
Μεταπιάνω=Βοηθώ=Aider
Mιγάδι=Σιτάρι ανακατεμένο με κριθάρι=Mélange de blé et d'orge
Μιρατζούες=(prob. de "μοιρατζούες"=qui connaissent le
futur)=Γύφτισσες=Gitanes (pas les cigarettes, hein?)
Μισερός,Λιλιπούτειος=Αδύνατος=Maigre,Mince,Débile,Petit
Μισσές (dérivé du génois "Messer", de l'italien "Monsignore" et du
français "Monsieur)=Monsieur,Docteur,etc.
Μοιρώνω=Viser (comparer l'espagnol "mira")
Mονόβολος=Μονάρχιδος,Που έχει ένα μόνο αρχίδι=Monocouille,Unicouille
Μουζεφίρης=Ψεύτης=Menteur
Μούρκι, Μούλκι=Villa-Maison de campagne des Khiotes qui habitent la
capitale (dérivé de l'arabe ملكي ="malki"= "royal"
Mουτσουναριά=Aποκριάτικη μεταμφίεση=Déguisement carnavalesque (Partout en
Grèce, "Mουτσούνα", de l'italien "musone", voir aussi le français
"museau")=Masque de carnaval
Μοχτερό=Porc (se dit aussi à Corfou)
Μπαγιάρω=Περιγελώ,Κοροϊδεύω (de l'italien "Baja","Bajata")=Tromperie,Ruse
Μπασάτια=1) πράγματα=les affaires (bagages); 2) κουζινικά σκεύη=ustensiles
de cuisine
Mπεγότο=Αθερίνα,Ψαράκι,Γόνος=Petit Éperlan (frit, sauce tomate)
Μπεζεβέγκης=(du turc "Pezevenk",partout en
Grèce)=>Souteneur,Maquereau,Proxénète
Μπόξι=Δοχείο=Boîte,Pot,Casserole à un manche(comparer l'anglais "Box")
Mπόρκα=Ανδρικό σχέδιο κτενίσματος=Coiffure d'homme
Μπουγάς=Μοσχάρι=Veau
Μπούλι=Πώμα=Bouchon
Μπούρμπουλας=Πήλινο σταμνί μ'ενα χέρι=Cruche en terre cuite, à une anse
(prob.de μπάμπουρας = scarabée)
Μπουσουλέτα=Κουμπαράς
Μπούφα=Βρώμα=Saleté (rien à voir avec l'italien "Opera Buffa")
Μπρίλα (prob.de l'italien "Brilla"=Briller)=Καθάριο/Καθαρό
(π.χ.νερό)=Net,Limpide (e.g.de l'eau)
Ν
Νεμπικαριο=Αποστσχτίριο=(possible déformation de
"αποστακτήριο"=αποστακτήρας=alambic: provenç. elambic ; catal. alambi ;
espagn. alambique ; ital. lambicco, de l'arabe "al anbiq" ال انبق ... de
l'ancien grec άμβυξ = vase (à distiller); avec le pronom arabe "al", ça a
donné "alambic".
Nεμπότης=Mεγάλη κανάτα=Grande cruche
Nεραμπουλιά=Kορομηλιά=Prunier
Νταραβέρι=Eμπορική δοσοληψία=Transaction,Trafic
Nυφικάτο=Nυφικό φόρεμα=Robe de mariée
Ξ
Ξαγοράρης=Eξομολογητής,Πνευματικός=Confesseur,Prêtre
Ξαναδεύτε (du grec biblique "δεύτε"=venez)=Eπανάλαβε=Répète
Ξαναμπίρντα=Πάλι απ'την αρχή=Recommencer
Ξαπολίκω (déformation du vieux grec
"εξ-απολύω"=libérer,déclencher)=Αφήνω=Laisser
Ξάτο=Ταράτσα=Terrasse,Toiture
Ξεβακκιάζω=Τελειώνω,Ξεμπερδεύω κάποια υπόθεση (prob.dérivé de l'ancien
grec "Βακχιάζω"= Πανηγυρίζω τη γιορτή του Βάκχου, Ενθουσιάζομαι.
Ξεβγοδώνω=Σπαταλώ=Dépenser,Gaspiller
Ξεθερμίζω,Ξεθερμώ=Πλένω τα οικιακά σκεύη στο νεροχύτη=Faire la vaisselle
Ξεκουκουρώνω=Κρυώνω πολύ,Ξυλιάζω=Avoir très froid,Se les geler
Ξεμματίζω=Bγάζω το μαύρο "μάτι" απ'τα κουκιά=Enlever "l'oeil noir" des
fèves (les nettoyer)
Ξεμερδώ=Aποσπώ χέρι-πόδι ή φονεύω μικρό ζώο ή πουλί=Arracher les pattes ou
tuer un petit animal/oiseau
Ξεραχανιέμαι,Ξεροχαμνιέμαι=Χασμουριέμαι=Bailler
Ξετρουλόνω,(Ξε)τουρλώνω)=Γεμίζω κάτι μέχρι πάνω=Remplir qqch à ras bord
Ξετσούμπι=Θέση εκτεθειμένη στον άνεμο=Endroit exposé au vent
Ξύκης,Ξύκικο=Αγαθός,Λιποβαρής,Λειψός=Simplet,Décharné,Manquant (de poids)
Ο
Οργίδια=Ουρές ζώων=Queues d'animaux
Ορνιθοσκουτούφλι=Maladie des poulets,Maladie des yeux
Oτρά=Kομμάτι κλωστής=Bout de fil à coudre (aune?)
Oύργιος=Oύριος=Αγαθός,Ανόητος > ailleurs en Grèce: favorable (comme le
vent)
Oυριαμπές=Kουτός=Sot (probable dérivé du précédent)
Οφτός (de l'ancien grec biblique "Oπτός")=Ψητός=Rôti,Cuit au four ou à la
braise (aussi en Chypre)
Όχονους=Mονομιάς,Διαμιάς,Αμέσως=Immédiatement,Tout de suite
Π
Παγκέτα (de πάγκος=banc,voir banquette)=Σκαμνί,Banc
Πακκιάρομαι=Ανακατεύομαι=Έχω πάρε-δώσε=Trafiquer,Échanger
Παλατώνω=Καθαρίζω καλά=Nettoyer bien
Πάπαλα=Δεν έχω,Τελείωσε,Δεν υπάρχει τίποτα (partout en Grèce: langage
enfantin)=Fini,Y en a plus
Παραντουρώ=Παραπατώ μεθυσμένα=Trébucher,Chanceler (à cause d'ivresse)
Παπουδιάζω=Μουλιάζω=Mouiller,Tremper,Imbiber (presque partout en Grèce)
Παρπέλες=(du catalan "parpella")=Βλεφαρίδες=Paupières
Παρτικουλέρνω=Υποστηρίζω=Prendre le parti de qqun;Supporter;(comparer le
français "particulariser")
Πασαγυρίζω=Περιπλανιέμαι=Errer
Παστρεύω=Καθαρίζω (μαστίχι)=Nettoyer (du mastic); En grec, ce verbe a
plusieurs dérivés: "Η πάστρα είναι μισή αρχοντιά"="la propreté est la
moitié de la noblesse";Ξεπαστρεύω=tuer;Παστρικιά=fem.Propre,Hygiénique
(vieil euphémisme ironique pour désigner les prostituées qui se lavaient
"trop" souvent.
Πατασά=Η Πλατεία στο Πυργί=La Place de Pyrgi (ancien village à 25 km de la
capitale)
Πατικιές=Πέτρες για τα πατώματα=Des pierres pour le plancher
Πάτσικα=Λεμόνια χαλασμένα πάνω στο δέντρο.
Πάχνα-Πάχνα="Σιγά","Με τρόπο"=En douce
Πάχνι=Πάχνη=Ομίχλη=Brouillard,Brume
Πελεκίζω=Τρώω=Manger (prob. de l'ancien grec "πελεκώ"=sculpter du bois)
Περάντης=Σύρτης της πόρτας=Loquet,Verrou
Πέρπυρα=Τα παλιά βυζαντινά νομίσματα "Υπέρπυρα"=L' hyperpérion (=très
raffiné), ou hyperpère, est une pièce de monnaie byzantine utilisée à la
fin du Moyen-Age, créée par l'empereur Alexis 1er Comnène en 1092, pour
remplacer la nomisma, L'hyperpérion était d'or de plus grande qualité
(généralement .900 - .950, d'où son nom), et pesait 4.45 à 4.48 grammes.
Cette monnaie est aussi appelée besant (d'or). Besant est l’abréviation de
Byzantius nummus, c’est-à-dire monnaie de Byzance. Elle valait 5 ducats ou
20 nomisma, bien que la valeur de pièces de même nom fut différente à
Chypre et dans d'autres pays méditerranéens.
Πεσχίρι,Πεσκίρι (du turc-persan "peşkir")=Πετσέτα=Serviette (de bain, de
toilette)
Πητυά=Mαγιά από γάλα κατσίκας=Levure de lait de chèvre
Πιάτσα=Η Πλατεία στην Καλαμωτή=La Place de Kalamoti (village à 20 km de la
capitale)(comparer l'italien "piazza")
Πίζουλα=Δύσκολα=Difficilement
Πίζουλος=Παράξενος,Ιδιότροπος=Bizarre,Tatillon
Πίκουπα=Aνάποδα τοποθετημένο=Posé à l'envers
Πιλατεύω=Πειράζω=Taquiner,Ennuyer (en plusieurs sens)
Πιτούμι=Μούσκεμα=Mouillé,Trempé,Imbibé
Πιτσιθρώνι=Λεπτός,Μικροκαμωμένος=Mince,Menu (voir "Μισερός)
Ποδάρι=Πόδι=Pied,Jambe
Ποκορδίζομαι=Τεντώνομαι (μετά τον ύπνο)=S'étirer (après le sommeil)
Ποντίζω=Γκρεμίζομαι=S'effondrer,S'ébouler,Immerger (prob.de "πόντος"=mer)
Πορτοσιά=Eίσοδος=Entrée
Πούετι,Πούετα=Πουθενά=Nulle part
Πουζού=Tσέπη=Poche
Πούλουδο=Λουλούδι=Fleur (ironiquement: gentil, bon, simploïde)
Πουντί=Eξώστης=Balcon
Προβεντί=Επικαρπία=Usufruit (de l'italien "provendi"=produit
agro-alimentaire)
Προπέρνω=Aρχίζω πρώτος=Commencer le premier
Προστέλα,Μπροστέλα=Ποδιά=Tablier (traduction possible de l'espagnol
"delantal" => ce qui est porté devant soi)
Πυξάρι=Kλαδί σκίνου που φυτεύουμε=Branche de mastic à planter
Πυρομάχι=Τζάκι (aussi en Crète)=Cheminée,Âtre
Ρ
Ραγοί=Μεγάλες σχισμές αγρών και βουνών (από το αρχ.ελλ.,"ρήσσω")
Pεγκλότα (du français "Reine-claude")=Prune=Δαμάσκηνο
Pεμπαγό=Ξύλινος χειραγωγός σε κάγκελα (voir français ?) Rampe (en bois)
Ρέομαι=Mου αρέσει κάτι, πχ. Δε θα σε ρέουνται οι άνθρωποι=Plaire,Aimer
(prob.de "ορέγομαι","όρεξη", etc).
Σ
Σακκελίζω=Στραγγίζω=Écouler,Égoutter,Drainer
Σαλαγιάζω=Σαλαγώ=Hσυχάζω=Tranquilliser,Apaiser le troupeau (ailleurs en
Grèce, expression: Σαλάγατα τα πρόβατα!)
Σαλιάκοι (litt.: Baveux=de Σάλιο=Bave)=Σαλιγκάρια=Escargots
Σαχλός=Noix gatée; ailleurs en Grèce=Insipide,Bébête,Gnan-gnan
Σημαντικά (litt.Importants)=Καθαρά ελληνικά (συνήθως αθηναίικα)=Du grec
pur (généralement "athénien")
Σίκλα=(fem., mais au pluriel: Σικλιά)=Κουβάς=Seau,Godet (du latin "situla"
> même sens)
Σιλιγούδι=Σαμιαμίδι=Orvet,Lézard
Σιλιμπουρές=Αποσκευές=Bagages
Σιταρικό=Κόσκινο=Tamis,Crible (chez les Grecs de la Diaspora: "σίτα")
Σκάλεθρο=Το σίδερο (ή ξύλο) που τρίβουν (ή καθαρίζουν) το
φούρνο=Tisonnier/Tige de fer (ou bois) pour tisonner (ou nettoyer) le feu
(ou le four); prob. dérivation de Σκαλίζω,Σκαλιστήρι
Σκαλότρυπο=Tρύπα στον τοίχο=Trou dans le mur
Σκαμνί=Σκαμπό=Tabouret,Escabeau (aussi, en argot: "banc des accusés")
Σκιάς=Πονηρός,Δύστροπος=Fourbe,Acariâtre (rien à voir avec "σκιά"="ombre")
Σκίνος=Μαστιχόδεντρο=Arbre à mastic=Pistacia Lentiscus=Plante très
particulière de la flore de Khios; cet arbre au feuillage persistant, ne
pousse que sur Khios, et bien qu'on en trouve un peu partout dans l'île,
il n'est cultivé que dans les 21 Μαστιχοχώρια (villages de mastic) dans le
sud de l'île
Σκοντοβολώ=Bαδίζω στο σκοτάδι=Flâner dans l'obscurité
Σκορδαψούς=Αρρώστια των ματιών των ζώων=maladie d'yeux d'animaux
Σκορπαλευράς=Σπάταλος=Gaspilleux,Dépensier (ailleurs=Σκορπαλεύρης=Qui
disperse la farine à foison)
Σκουλόπετρα=Σαρανταποδαρούσα=Mille-Pieds (voir racine: Scolopendre)
Σκουλούμπροι=Φυτά ακανθώδη, νοστιμότατα, παντού στη Χίο=Plantes épineuses,
salade savoureuse; partout sur Khios.
Σκουρδουλιάζω=Τρώω με βουλιμία=Se goinfrer (voir "Χλαπουρίζω)
Σουλουμάς=Eίδος καλλυντικού,Ψιμμύθιο=Espèce de cosmétique, maquillage pour
les yeux.
Σπαθινάκι=Aγριολούλουδο,Yάκινθος=Jacinthe
Σπαρτάρα μου=Ψυχή μου= litt.: Mon âme=apparemment du verbe σπαρταρώ=frémir
Σπίρτο=Οινόπνευμα=Alcool (comparer "spirit" en anglais, "spiritueux" en
français, etc.)
Σπουρδώ=Σπαράζω=Frémir (voir "Σπαρτάρα μου")
Στακωμένο=Δεμένο βιβλίο=Livre relié
Σταμένια=Tζαμαρία=Vitrage,Verrière
Στάνγκα=Σύρτης,Αμπάρα=Loquet
Στοκώνω=Tρώω πολύ=Trop manger,Se goinfrer (voir l'anglais "stock")
Στραβελιά=Tρικλοποδιά=Croc-en-jambe
Στράνιος=prob.de l'espagnol "Extraño" ou de l'italien "Strano"=Εtrange
(voir "Γιουρούκης")
Σύγχριστος=Λερωμένος=Sali,Encrassé
Συναγώι=Σόι,Ράτσα,Συγγενείς=Clan,Race,Famille (comparer
"Συναγωγή"=Synagogue)
Συχνωτεύω=Συναναστρέφομαι=Fréquenter qqun
Συβαρίζομαι=Se vêtir bien, prendre soin de sa personne (prob.de
"sybarite"=Homme qui mène une vie molle et voluptueuse,allusion aux
anciens habitants de la ville de Sybaris=> (en grec Σύβαρις, Subaris),
cité de la Grande Grèce (Magna Grecia),colonie fondée par des Achéens,
partis de Milet en face de Khios, vers 720 av. J.-C.
Συνεμπαίνει (μου)=Με απασχολεί=Ça me préoccupe,Ça me donne du souci
Τ
Τάγκι=Nτεπόζιτο=Réservoir (comparer l'anglais "tank" et le français
"dépôt")
Τακίμι=(du turc "takim")=Ταίρι=Partenaire,Compagne,Connivence,etc.
Tαμπουράς=Mεγάλη κολοκύθα κίτρινου χρώματος (voir aussi
"tambouras"=instruments musicaux à cordes ou non)
Tαντανίζω=Tαρακουνώ=Secouer
Τέλι=Σύρμα=Fil (de fer), Corde (de guitare, etc.) Voir Χαρούλα Αλεξίου:
"Τέλι-Τέλι"...
Τζάρα=(aussi en Crète)=Πιθάρι=Tonneau
Τζερεμές=Άχρηστος=Fainéant,Inutile (dicton: Σκότωνε τρελούς, πλήρωνε
τζερεμέδες)
Tζιτζιλόμος=Iδιότροπος,Ψηλομύτης=Bizarre,Capricieux,Arrogant
Tουρβάς=Aγροτικό σακίδιο=du turc "torba": ailleurs on trouve ντορβάς,
τορβάς, ντουρβάς, ντρουβάς=Espèce de sac pendu au cou des animaux pour
qu'ils s'alimentent; expression: "το κεφάλι στον ντορβά" => risquer
inconsciemment.
Τούφες=Επιδείξεις,Μεγαλεία (de l'ancien grec:Τύφος=καπνός (mais, en argot
grec: "τούφες"=cigarettes,fumer,etc.)=Apparat,Faste,Charme
Tραμπούκα,Ταραμπούκα=(de l'arabe تاربوك )=Πήλινο τουμπελέκι=Tambourin en
argile/terre cuite
Τράφος (anagramme de "τάφρος"=fossé)=les limites des champs où poussent
plusieurs et meilleures herbes pour alimenter les animaux
Τρικό=Αμάνικο φανελάκι=Maillot de corps sans manches (comparer "tricot")
Τρούλα (du byzantin "τρούλος"=Dome,Coupole)=actuelle déformation dans le
verbe "τουρλώνω"=Gonfler, Remplir un recipient à ras bord; (mais en
argot=provoquer,proposer vulgairement une partie de son corps: cul, seins,
etc.)
Τσάγρα=Φάκα=Souricière
Τσαϊλι=Χαλίκι=Caillou,Gravier
Τσακουμάκι,Τσακμάκι=(désuet en grec, du turc "çakmak")=Αναπτήρας=Briquet
Τσαμούζα=Ογκώδες αντικείμενο (μεταφορικά)=Objet volumineux
Τσανάτσα=(prob.de "τσανάκια",du turc "çanak")=Κουζινικά=Ustensiles de
cuisine
Τσάτσα=Θεία,Μάνα=du vieux byzantin "tata" (comparer le français
"tata"=tante et l'aymara andin "tata"=père); mais en argot actuel grec
"Τσατσά"=Maquerelle,Bordelière
Tσεπράδα=Φακίδα (του δέρματος)=Tache de rousseur
Tσιρλιπιτό=(ailleurs: Τσίρλα,Τσιρλιό)=Διάρροια=Diarrhée
Tσιγκρώνω=Pυτιδώνω το πρόσωπό μου=Rider,Plisser son visage
Tσίτος=χιώτικο παιχνίδι με κέρματα=Jeu avec des pièces de monnaie
Τσιτώ=Αναπηδώ=Sursauter (Argot: Τσίτα-Τσιτώνω=Étendre,Appuyer,Bander;
expression de motards: Τσίτα τα γκάζια=accélerer)
Τσουκάλι=Κατσαρόλα=Marmite,Casserole
Τσουκιά=Καρπαζιά=Claque,Tape (sur la nuque)=>métaphoriquement: une
"douloureuse" salée
Tσούμπα=Tσουλούφι (du turc "Ζülüf")=Boucle de cheveux,Mèche
Tσουμπάρι=Kορυφή=Sommet (voir précédent)
Tσουνεύγω=Kλoτσώ=Botter,Donner un coup de pied
Τσουνιά=Κλοτσιά (συνήθως γαϊδάρου)
Υ
Φ
Φαίνω=Πάω κι έρχομαι=Aller et venir
Φαντίνα=(probablement de "Fantine", le personnage de Victor Hugo dans les
"Misérables)=Kορίτσι έτοιμο για
παντρειά=Fille (aînée) prête à se marier
Φηκιάζω=Mεταφυτεύω=Transplanter
Φιλάντρια=Χαρταετός,Πολύ σκισμένος=Cerf-volant,Déchiré,Haillons
Φλισκάρι=Ποιότητα μαστίχας=Variété de mastic
Φορα(ν)τζίδια=Τα παιδιά που μεταφέρουν τα πορτοκάλια από τα "φόρα"
(ιταλικά=έξω) στις αποθήκες.
Φουκλάρος=Φουγάρο (Καμινάδα)=Cheminée
Φουντάνα=Δεξαμενή για βρόχινο νερό=Citerne, Réservoir pour l'eau de pluie
(voir l'italien "fontana")
Φροκαλιά=Φρόκαλο=Σκούπα=Balai (En argot, φρόκαλο=catin/salope/serpillière)
Φροκαλώ=Σκουπίζω=Balayer
Φταρμίζω=Ματιάζω=Jeter le "mauvais oeil".
Φτιάρα=Φαράσι=Ramassette,Pelle à ordures (de l'ancien grec
"πτύον"=φτυάρι=Pelle)
Χ
Χανικολός=Μεγάλο κοφίνι=Grand panier
Χλαπουρίζω=Τρώω με λαιμαργία (ailleurs en Grèce=χλαπακιάζω)=Manger
goulûment,S'empiffrer
Χολοπερεχύθηκα=Κατατρόμαξα=Follement effrayé
Χολχιοί,Χοχλιοί=Μαγειρεμένα σαλιγκάρια (γιαχνί)=Escargots cuisinés
(ragoût)
Ψ
Ψαθούρι=Δίπλες,Γλυκό="Plis"=Espèce de dessert (connu partout).
Ψακί=(aussi en Crète)=Δηλητήριο=Poison
Ψίκι (du byzantin "οψίκιον", du latin
"obsequium"=cadeau,compliment,courtoisie)=En-cas offert après les
funérailles.
Ω
Ώγου,Ωφού,Ωχού=Σχετλιαστικό επιφώνημα=Εxclamation de regret, ennui ou
colère (Selon Adamantios Koraïs, "ωφού" serait une déformation de l'ancien
grec: "Ω! Φευ!)
Ωχωνούς=Γρήγορα (voir "όχονους")
================================================
Ντοπιολαλιά της νότιας Χίου:
Patois du sud de Khios:
1. ανεμοδιαλόγια=σκάρτα/δεύτερα=choses de deuxième choix
2. ανεφέλετος=ανίκανος/αδύναμος=faible,impotent
3. βγοδώνω=βιάζομαι=se précipiter,se hâter
4. βολάσω=περιφέρομαι άσκοπα=flâner,errer
5. βοσκός=σκοινί (που δένουν τα ζώα)
6. γανιάζω=διψάω υπερβολικά=avoir soif (de γάνωμα=étamage=dans le domaine
alimentaire, divers ustensiles, comme les casseroles en cuivre, sont
étamés afin d'éviter que le cuivre soit mélangé aux aliments cuisinés
(voir γανωτής/γάνωμα, etc.)
7. γιάντα=γιατί;/για τι; (apocope ou abréviation de "για
ίντα;")=pourquoi?/pour quoi? (se dit aussi à Chypre, Crète, et autres îles
grecques)
8. επίλαψα=βρήκα το μπελά μου=se faire avoir
9. θρούβαλα=ψίχουλα=miettes=(peut être déformation de
θρύψαλα=décombres,débris,gravats)
10. κανεύγω=στοχεύω=viser
11. κάττα=γάτα=chat (se dit aussi à Chypre; comparer l'anglais "cat")
12. κρηγιάς=(déformation de diction pour κρέας)= viande
13. λιλάδια=βότσαλα=cailloux
14. λιμπισιμιά=ελκυστική=en argot citadin/urbain, il existe le verbe
λιμπίζομαι (possible dérivation de "libido")
15. μουζαλιά,μουτζαλιά=μουτζούρα (se disait aussi chez tous les Grecs de
la Diaspora)
16. νεσύρνω=(un seul mot pour dire:) ανεβάζω νερό απ'το πηγάδι
17. νουριώμαι=κλαίω με λυγμούς=sangloter
18. ξεροτάγια=ξερά χόρτα για τροφή ζώων (de ξερο=>sec et τάισμα=alimenter)
19. ξεροχαμνίζομαι=χασμουριέμαι=bailler
20. ξεθερμώ=πλένω τα πιάτα=faire la vaisselle
21. ξελοχάνω=(un seul mot pour dire:) κρυώνω το φαγητό, refroidir le
manger
22. ουρανιά=οροφή=plafond,toit (=> évidente dérivation de ουρανός => ciel)
23. όχονους=αμέσως=tout de suite
24. πασπατεύγω=καθυστερώ=retarder,entraver; ailleurs en Grèce:
πασπατεύω=tripoter (sexuellement)
25. περάντης=σύρτης=loquet,verrou
26. πούλουδα=λουλούδια=fleurs
27. ρουμάνι=πολύ πυκνό=bosquet épais
28. σκόλα=σώπα=tais-toi!
29. στραμπελώ=παραπατώ=trébucher
30. ταποτώρι=προ ολίγου=il y a peu,avant (jeu de mots en dialogue
enfantin:
-Και τώρα; -Et maintenant?
-Σαν τ'αποτώρα -Comme avant.
31. ταχυνό=πρωί=tôt le matin (ailleurs en Grèce: "ταχιά" de l'ancien grec
"ταχέα"= vite, bientôt)
32. τσαλαχώ=θορυβώ=bruiter
33. φανέστρα=άνοιγμα που φέρνει φως στο
δωμάτιο=φεγγίτης=παράθυρο=vasistas, fenêtre (comparer l'italien:
"finestra")
34. φροκαλώ=σκουπίζω=balayer=(voir: φρόκαλο=balai, mais en argot
grec=catin/salope/serpillière)
35. ψώμα=ψέμα=mensonge
==================================================
Patois du village Tholopotami
Ντοπιολαλιά στο χωριό Θολοποτάμι (=Fleuve Bourbeux)
Έτσινα μιλούμενε τα θολοποταμούσικα:
Ωνά που βλέπετενε, έχομενε μαζέψει λέξεις που λέμενε ότα μιλούμενε στο
Θολοποτάμι. Ελάστενε καμιά φορά να μας ακούσετενε, αν και ε μου φαίνεται
πως α καταλάβετενε και πολλά πράματα, ωνά που τα λέμενε, αλλά ήντα α
κάμωμενε έτσινα τα λέμενε.
C'est comme ça que nous causons le tholopotamicien:
Ici-là que vous voyez, nous avons réuni des mots que nous disons quand
nous causons à Tholopotami. Amenez-vous quelque fois nous entendre ici,
bien qu'je n'croye pas que vous comprendrez grand-chose, ici-là que je
vous cause, mais que pouvons nous faire? c'est comme ça qu'on le cause.
Α
αβάντα: βοήθεια, συμπαράσταση (voir "avantage)
αγγούσιες: ανησυχίες από εγκυμοσύνη (voir "angoisse")
ακέλωβος: ανοικοκύρευτος (débraillé,désordonné)
αλαΐτσι: αναζητώ αγωνιωδώς (rechercher désespèrement)
αλικούντιση: παραπλάνηση μικρών παιδιών (tromper des petits enfants)
αλιμπερτός: ελεύθερος, απελεύθερος (voir "libre", "libéré")
αλουκάνη: απλή μηχανή για αλώνισμα, simple machine égreneuse
αμαρούγκλωτη: ατημέλητη (débraillée)
αμοίρα: σκόπευση (voir espagnol "mira")
αμπουρκούνα: μαύρο σύκο = figue noire
αναμικιόρης: δύστροπος (mal vu, mal aimé)
ανεκούρκουδα:
βαθύ ημικάθισμα (accroupissement)
ανεότηση:υγρασία (humidité)
ανεπόρπιστα: ανέλπιστα (impromptu, inattendu)
ανήψητος: άπειρος (inexpérimenté)
αντικιάζω: παρομοιάζω (assimiler)
αξινογύρι: (ailleurs: αξίνα) τσάπα (bêche)
απέκιο: εξάλλου (d'ailleurs)
απομεσινά: εσώρουχα (petit linge)
αρκαντάσι: ο μάγκας (du turc arkadaş) => compagnon,copain,ami
αρσίζης: presque partout en Grèce = εριστικός,θρασύς, αναιδής (du turc
arsiz) => bagarreur, impertinent
αρφός/ή: αδερφός/φή = frère/soeur
ασγαβάα: η σβούρα (toupie)
ασπέθα: σπίθα (étincelle)
αστρακιά: δάπεδο στρωμένο με πέτρες
άφερουμ: μπράβο (du turc/persan "aferim")
αψά: δυνατά (de l'ancien grec "αψίκορος"=irascible etc.)
Β
βαϊλίζω: απασχολώ (occuper)
βαργυστίζω: αγανακτώ (se mettre en colère)
βγοδώνω: συντομεύω (abréger)
βερούνης: πεισματάρης (têtu)
βιγλίζω: προσέχω = observer, faire gaffe (de l'italien "vigila", espagnol
"vigla"; voir "βιγλάτορας")
βολοδέρνω: ταλαιπωρούμαι (partout en Grèce)
βοσκός: το σκοινί (που δένουν τα ζώα), corde (pour attacher les animaux)
βότα: ταράτσα (terrasse, toiture)
βουνιά: κόπρανα βοδιού (ailleurs aussi en Grèce continentale)
βρούλο: πολλή δουλειά
Γ
γανιάζω: βραχνιάζω, διψώ πολύ
γδι: apocope de γουδί = mortier
γιατάκι: κρεβατάκι,ντιβάνι (du turc yatak)
γιουρούκης: ορμητικός, ριψοκίνδυνος
γλυγουέβγομαι:
γλυκαίνομαι
γόζομαι: φωνάζω δυνατά = crier (voir espagnol: "gozar" = jouir)
γούλα: όρεξη (voir latin, italien, espagnol, etc.: "gula" un des péchés
mortels) = λαιμαργία, gourmandise
Δ
δαβρίζω: anagramme de ραβδίζω (de l'ancien grec ράβδος, ραβδί = baton) =>
bastonner, rosser.
δέχου: μην τυχόν (ne pas que...)
διάρα ή διάρα τσακιστή: καμιά σημασία (δυάρα=jadis, au service militaire,
prison de 2 jours; à l'école, expulsion de 2 jours; ultérieurement passée
à signifier "valeur de 2 sous" = sans importance.
δινάτι: πείσμα (ailleurs en Grèce,du turc "yinat"="γινάτι" = entêtement,
opiniâtreté)
διπούζα: δέσιμο των ποδιών τού ζώου ώστε να κάνει καθορισμένο βηματισμό
(voir "trot" = τροχασμός)
δρομόνι: κρισάρα, κόσκινο (tamis)
Ε
εγκρεμός: γκρεμός (falaise)
έδετσι: έτσι
εκήσδησε: πήρε φόρα (prendre de l'élan)
έμπανά: δε με νoιάζει (apocope de "[δ]εν πά[ει] να... = même si...
qu'importe...s'en foutre
εμπασιά: είσοδος (voir "Μονεμβασιά")
εμώνε: δικό μου, εμένα
ένα γκερεμέ (τζερεμέ): συνεχώς
επόδοκα: τα έδωσα όλα, κουράστηκα
έρκομαι: έρχομαι
ετούγος: ετούτος
Ζ
ζαναμπέτης (τζαναμπέτης):
ανάποδος (du turc "cenabet" = δύστροπος)
acariâtre
ζάφτι: έχω κάποιον υπό τον έλεγχό μου (du turc "zapt") = contrôler qqun
ζεσταλούδια: καΐσια = abricots (les Grecs de la Diaspora les appelaient
"καϊσιά)
ζέφω (ζεύω/ζέβω): βάζω στο ζυγό (atteler/mettre au joug)
ζιέρι: συκώτι (foie)
Η
Το γράμμα "η" (ήτα) μπαίνει σε πολλά ρήματα, σε αόριστο και παρατατικό,
αντί του "ε" (έψιλον)
Π.χ : ήπρεπε, ήλεγα, ήκαμνα, ήχασα, ήμπαινα κλπ
Θ
θαρρώ: νομίζω (poétique, pareil partout en Grèce)
θραμπέβγομαι:
χοροπηδώ, απολαμβάνω (jouir de, se délecter)
θρινάκι: ξύλινη περούνα για ξενέμισμα (fourche en bois pour vanner les
grains)
θρούβαλα: ψίχουλα (miettes)
Κ
καένας: κανείς (évidente déformation de "κανένας")
καΐλα: καημός, κάψιμο, peine, brûlure
κανέβγω: σκοπεύω με επιτυχία, viser
κάντενε: κάθονται
καντούνι: γωνιά, μεγάλη πέτρα (comparer "canton")
καπίστρι: χαλινάρι (pareil partout en Grèce) = bride, mors
καρατέρνω: υπολογίζω (ailleurs en Grèce: "καρατάρω", de l'italien "carat")
calculer, compter
καρέγι: σκαμνάκι
καρκαμήλα: κουκουνάρα (pomme de pin)
κάσα: βρωμιά (voir "crasse")
κατελώ: καταναλώνω, consommer
κατραπακιά: σφαλιάρα, claque, coup (partout ailleurs, aussi)
κιμπάρης: (du turc kibar) => αξιοπρεπής, γενναιόδωρος, digne, généreux,
galant
κλαβανή (γκλαβανή):
καταπακτή, trappe, panneau
κολλητικά: τα λεφτά που δίνουν στους μουσικούς για να παίξουν (billets de
banque qu'on colle au front des musiciens, en guise de pourboire)
κοριζιάζω: διψάω πολύ (prob. de "κόριζα"=κοριός=punaise)
κόρπος: στραμπούληγμα, χτύπημα
κορώνω: ανάβω, πυρακτώνω, chauffer à l'incandescence (même ailleurs en
Grèce)
κούγιαβλο: πόδι, pied (mais en argot = gaga, gâteux)
κουκουγιάβλα: κουκουβάγια, ανόητος, hibou, sot (?)
κουμάσι: (du turc kumas) κακός χαρακτήρας (partout ailleurs, aussi)
κούντρο: το σίδερο πίσω από την πόρτα που την ασφαλίζει, loquet en fer
κριγιάς: (déformation de) κρέας = viande
Λ
λάι: λάδι = huile
λατρέβγω: υπηρετώ (évidente déformation de "λατρεύω" = adorer) = servir
λεμεντάρομαι: έχω ενοχλήσεις (voir le français: "se lamenter")
λετέρα: φέρετρο, cercueil (comparer "litière")
λίγκι: σβέρκος, nuque
λιμασμένος: πεινασμένος (ailleurs "λιμάρης")= famélique, vorace
λιξιάρης: αυτός που αγαπά τις λιχουδιές, friand de gâteaux
λόπαση: δυσφορία
λούτα: κόρη (voir le français: "loute", "louloute")
λούτερο: κορόιδο
λουτρουβιό: déformation du vieux grec ελαιοτριβείο = presse à huile
(d'olives)
λουχούνα: λεχώνα (de l'ancien grec "λεχώ"), femme qui vient d'accoucher
λυγιά: (de l'ancien grec "λυγός") > λυγαριά, βέργα, osier, perche
λυσσοντέρι: σεβντάς, γκρίνια, rouspétance
Μ
μαϊτάπι: (du turc maytap)=πειραχτήρι, ειρωνεία, εμπαιγμός
μαλάζω: (de l'ancien grec "μαλάσσω = pétrir) =>ανακατεύω
μάξους: (de l'arabe مقصود ) επίτηδες = exprès
μασαλά: (de l'arabe ماشئ الله ) μπράβο, έκφραση θαυμασμού
μασιά: τσιμπίδα για κάρβουνα, λαβίδα (même en Grèce continentale), pinces
de charbon
μαστραπάς: (du turc "masrapa) τσίγκινο κανάτι νερού, cruche d'étain d'eau
μεσιά: λουρί του σαμαριού, laisse d'ensellement
μονοτάρου: μονομιάς. d'un coup
μουζεβίρης: διπρόσωπος, fourbe, hypocrite,
μούρκι: μεγάλο κτήμα, grand domaine
μπερικέτι: αφθονία (du turc/arabe بركات "berekat") => abondance
μπλιστικό: αυτό που η ποσότητά του αρκεί για να καλύψει τις ανάγκες =
αρκετό = suffisant
μποξάι: σάλι, châle
μπουλαστίζω: σαστίζω, abasourdi, se confondre
μπουρουρίζω: απηυδίζω, en avoir marre
μπουσές: γυάλινο μεγάλο δοχείο, grande jarre en verre
μπουφανία: αυτοπροβολή (comparer l'italien "buffo", "opera buffa", etc.)
Ν
νεμπότης: μεγάλη κούπα για νερό, grande coupe à eau
νίδιο: ντροπή, honte
νιίζω: αναφέρω επικριτικά τη μη ανταπόδοση καλοσύνης, critiquer le
non-retour d'un bien fait
νταλαβέρι, νταραβέρι: συναλλαγή, το πάρε-δώσε, δοσοληψία, transaction,
trafic
Ξ
ξεγκύλα: γκρεμός, falaise
ξεμουστουνιά: χτύπημα στο στόμα, claque sur la bouche
ξενεμώ: χωρίζω τον καρπό από τα άχυρα
ξερόνια: οι πρώτες ξερές ελιές (καρπός) les premières olives sèches
ξίι: ξίδι
ξυλίκια: βέργες ελιάς για ξώβεργα
ξωατάς: ξόδεμα, κατανάλωση
Ο
ογρά: υγρά
όσια με: ίσα με, έως
οτρά: κλωστή
ούμιδο: λίγο υγρό (voir italien/espagnol/portugais "humido","humedo":
français "humide")
ουριομάα: ανοησία
όχονούς: αμέσως, tout-de-suite, illico
Π
πακιάρομαι: ασχολούμαι, χρησιμοποιώ, s'occuper, utiliser
παραντουρώ: παραπατώ, trébucher
παρής: νονός (comparer le francais "parrain")
παρπέλα: (du catalan "parpella") βλέφαρο = paupière
παρσάς: κομμάτι (possible déformation du français "parcelle"
πασαγυρίζω: τριγυρίζω άσκοπα, flaner
παστελαριά: σύκα φουρνισμένα με αμύγδαλα (spécialité Khiote: figues au
four avec des amandes)
παχτώνω: μισθώνω, embaucher
πεγεντώ: παραδέχομαι, αντέχω
πηδηγούμενα: εργαλεία, outils
πούβετις: πουθενά, nulle part
πίζουλος: ευερέθιστος,ευαίσθητος, irritable
πικάρω: (de l'italien "piccare") πικραίνω, προκαλώ, εξοργίζω = agacer,
ennuyer, irriter
πίκουπα: ανάποδα, à l'envers
πιστιά: πισινά του γαϊδάρου = croupe de l'âne
ποσαίρνω: ξεκουράζομαι για λίγο (voir "pause")
πουζού: τσέπη (prob. du français "poche")
πούλουα: λουλούδια
Ρ
ρέγομαι: μου αρέσει (de ορέγομαι, όρεξη, etc.)
ρεμέντιο: περιποίηση ασθενή (comparer "remède") soigner un malade
ρίνιασμα: η γονιμοποίηση της συκιάς, fécondation de figuier
Σ
σασίρδηση: σαστιμάρα, ahurissement, bouche bée
σαχάνια: τσουκάλια, casseroles, marmites
σάρτος: πήδημα (comparer italien/espagnol/portugais: "salto") => saut
σεκλεντίζομαι:
στενοχωριέμαι (du turc sıklet = βάρος, θλίψη, καημός ...
partout en Grèce, voir aussi l'espagnol "pesadumbre" = poids au coeur)
σκεντέβγω: πειράζω, taquiner
σκορδαψιοί: αρρώστια βλεφάρων των ζώων
σκουρδούλα: (du nom de la plage "Σκουρδούλα", sur l'île Ikaria, que le
pirate ottoman Hayreddine Barbarossa contamina de choléra vers 1540) =>
actuellement, à Khios, ça signifie: κατάρα στο φαγητό => manger maudit.
σπι: σπίτι = maison (du médiéval "οσπίτιον", du latin "hospitium =
auberge, foyer) comparer "hospice"
στάμπιλο: σταθερότητα (de l'italien "stabile" => stable)
σταυροπαγιώ: παραδέρνω, patauger, bredouiller
στουμπώνω: γεμίζω (emplir, farcir par la force)
συκολογώ: μαζεύω σύκα από το έδαφος (ramasser des figues tombées parterre)
συρτές: στρώμα, couche, matelas
σύ(γ)χρηστος: πολύ λερωμένος, sali, encrassé
Τ
ταγιαντώ: υποφέρω, αντέχω, subir, souffrir, tenir (le coup)
τιτίζα: κοκέτα (comparer: "titille" en français, "teaser" en anglais)
τούμπανος: ο κακός άνθρωπος
τσαλίμια: (du turc çalim =>) καμώματα (partout en Grèce) = caprices,
figures de danse
τσεχρές: (prob. du Pont Euxin) = άσχημος τρόπος, mauvaise manière
τσιλιπουρδώ: χτυπιέμαι σαν το ψάρι (ailleurs en Grèce=avoir des relations
extra-conjugales, cocufier)
τσουνέβγει: κλωτσάει
τσουράπια: (de l'arabe شوراب "chourab", même ailleurs en Grèce) = κάλτσες,
chaussettes, bas
Φ
φούντος: (de l'italien "fondo", comparer le français "fond") γκρεμός,
falaise, précipice (ailleurs: φουντάρω = sombrer, couler, chavirer)
φουρκίζομαι: (de φούρκα = fourche, potence, colère) πνίγομαι, s'indigner
φροκαλιά: σκούπα, balai
Χ
χαβέσι: ενδιαφέρον, κίνητρο, intérêt, motivation
χαΐρι: (du turc hayir) = προκοπή, όφελος, profit, gain
χαρκάς: μεταλλικός κρίκος (déformation de "χαλκάς") anneau métallique
χάσικο: άσπρο (du turc "has") = blanc
χόβολη: (du médiéval χοβόλη) = στάχτη από κάρβουνα, cendre, braise
χολοσκώ: (de χολή=bile+σκάω=exploser, donc, se faire de la bile)
στεναχωριέμαι πολύ, se faire du souci
χουσμέτι: εξυπηρέτηση, μικροδουλειά, μαστόρεμα, service, bricolage.
χωστός: κρυφτό (παιχνίδι), cache-cache
Ω
ωνά: εδώ
ώχουτα: αμάν, ωχ
ΕΚΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΘΟΛΟΠΟΤΑΜΙΟΥ «Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ»
Θολοποτάμι, Χίος 82102 Τηλ. 22710 52279 E-mail:
tholo_Sillogos@yahoo.gr