|
|
Il s'agit d'un travait réalisé par Dino
Animateur du forum et déposé comme ses autres travaux.
Il s'agit d'une chanson assez exceptionnelle qui
présente tout un lexique marginal d'une époque révolue
Το Λεξικό
του Μάγκα, (le lexique du voyou de 1932) du fameux Πέτρος
Κυριακός.
La seule recherche du vocabulaire (ô combien argotique) m'a exigé une
quinzaine de jours.
Je vous offre, donc, toutes les coordonnées (avec leurs synonymes en
français et en grec)
ΠΕΤΡΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΣ
ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΜΑΓΚΑ (1932)
-Κεσάτια (01) μωρέ βλάμη (02) κι άμα δεν έχει δουλειά, δεν
έχει αλισβερίσι (03)
-Τι θα πει αλισβερίσι;
-Καλαμπαλίκι (04) μωρ' αδερφέ!
-Μας φώτισες! (05)
-Ε, άμα δεν ανθίζεσαι (06) τα σέα και τα μέα (07), γίνου
λαγός (08) και πούλευε (09)!
-Μα τι γλώσσα είναι αυτή;
-Αυτή, αδερφέ μου, είναι το ησπεράλντο (10), το λεξικό του μάγκα
Κι από ενθάδε (11) κι εμπρός όλη η Ελλάδα θα ξηγιέται μ’ αυτό το
βιολί (12).
Και τώρα, δώσε βάση (13) για να φωτιστείς
(14), να μη μείνεις
στραβός (15):
Τις κυράδες (16) λέω γοργόνες (17), και τους φίλους
νταβατζήδες (18)
Τα κορίτσα λέω τρυγόνες (19), τα μαστούρια (20)
τσαμπουκαλήδες (21)
Το μηδέν το λέω τρίχες (22) και το δάνειο λέω τράκα (23)
Το εννόησες, λέω, μπήκες και τους τικιτάνγκ (24) Mαρίκες (25)
Ξέρω κι άλλα, αλλά στρι και κόβω ρόδα (26) και σας κάνω την κορόιδα
(27)
Σπλάχνο λέω τη γκόμενά μου και τη μάνα μου γριά μου
Το παρλάν (28) λέω "oμιλώντα", το παλτό Επαμεινώντα (29)
Λέω τον πλούτο μπερεκέτι (30) και την πιάτσα (31) λέω
κουρμπέτι (32)
Το απών το λέω ερήμη (33), τ’ ακακαΐδι (34) καρντερίμι
(35)
Ξέρω κι άλλα, αλλά δεν τα σκάω μύτη (36) και πουλεύω σαν σπουργίτι
Τον καπνό τον λέω ντουμάνι (37), τον γιατρό τον λέω αλμπάνη
(38)
Την κουβέντα λέω λίμα (39), τη στενή (40) τη λέω τμήμα
(41)
Το σιλάνς (42) το λέω μόκο (43), τα ψιλά (44) τα λέω
μπαγιόκο (45)
Τον καθρέφτη μπανιστήρι (46), το συνωστισμό κολλητήρι (47)
Ξέρω κι άλλα από τέτοια φίνα, μάτσα (48) και σας κάνω την μπεκάτσα
(49)
Τα μεράκια (50) λέω νταλκάδες (51), τους κουτούς τους λέω
χαλβάδες (52)
Το θυμό τσαμπουκαλίκι (53), την αναποδιά (54) μανίκι (55)
Τη γιορτή καλαμπαλίκι (56), το κουράγιο ζοριλίκι (57)
Το μαχαίρι λέω λάσο (58) και το τρώω μπουζουριάζω (59)
Τώρα πάω μονάχα σκάβω (60) κερκινάδες (61) κι απολάω (62)
σαπουνάδες (63)
Τώρα πάω μονάχα σκάβω πατινάδα (64) κι απολάω σαπουνάδα
Το ψωμί το λέω μπανιόκα (65) και τη φτώχια λέω μουρμούρα
Την αλλήθωρη σορόκα (66) και τη μπάζα (67) λωβητούρα (68)
Τους αθλητάς λέω μπεμπέδες, τους προσκόπους πιτσιρίκια
Τους δαντήδες (69) κουραμπιέδες (70) και τα γλέντια
μερακλίκια (71)
Τώρα στρίβω (72) και τραβάω (73) στη γειτονιά μου, να μην
έβρω (74) τον μπελά μου (75)
===========================================================
Vidéo de la chanson
===========================================================
(01) Κεσάτια : turc > kesat = pas
de ventes / pas de boulot / affaires stagnantes / pauvreté / pénurie, etc.
(02) Βλάμης: albanais > vlamis = frère, frère de sang, compagnon,
compère, amant, μάγκας, etc.
(03) Αλισβερίσι: turc > alişveriş = négoce/affaires/business
(04) Καλαμπαλίκι: turc > kalabalik = brouhaha, mic-mac, affaires (actuellement:
organes génitaux masculins)
(05) Litt.: Tu nous as illuminé => presque toujours ironiquement: "rien
compris"
(06) Ανθίζομαι: litt. fleurir; => piger, entraver
(07) Σέα και μέα: déformation du latin "tuus et meus" (les tiens et
les miens), mes/tes affaires, bric-a-brac, cliques et claques
(08) Γίνομαι λαγός: litt. devenir lièvre => partir, fuir, se casser,
etc.
(09) Πουλεύω (voir 08) => partir, se casser, se la faire,
etc.
(10) Ησπεράλντο = évidente déformation de "esperanto", une langue
considerée passe-partout pour/par les "initiés".
(11) Ενθάδε (καθαρεύουσα) signifie "ici" mais uniquement dans
l'expression "ενθάδε κείται" = "ci git".
(12) Βιολί: litt. violon => la même histoire/répétition
(13) Δίνω βάση: litt. donner base => prendre en considération,
prendre au sérieux, considérer
(14) Φωτίζομαι: litt. s'illuminer, piger, comprendre (voir 05)
(15) Στραβός: litt. tordu, louche, bigleux => aveugle, ignorant,
con
(16) Κυράδες = pluriel de κυρά => dame, dadame, bourgeoise, bonne-femme,
mémère
(17) Γοργόνες = gorgones (comme les méduses mythologiques, toujours
rondelettes)
(18) Νταβατζήδες = pluriel de νταβατζής = turc: davaci =>
protecteur, maquereau
(19) Τρυγόνες: litt. tourterelles
(20) Μαστούρια = pluriel de μαστούρι = turc/arabe > accro, camé,
drogué; (actuellement: πρεζόνι, πρεζάκιας, χαπάκιας)
(21) Τσαμπουκαλής de τσαμπουκάς = perse/turc چابک (čābok) =>
bagarreur (mais: τσαμπούκ-τσαμπούκ = vite)
(22) Τρίχες: litt. poils => bagatelle, bobards, balivernes
(23) Τράκα = emprunter, taper, pique-assiette
(24) Τικιτάνγκα = de ντίνγκι-ντάνγκα => tapette (onomatopée du son
de la cloche "ding-dang", parce qu'"ils"/"elles" se déhanchent comme le
battant d'une cloche (ou "comme une demoiselle" suivant Brassens)
(25) Μαρίκες = pluriel de μαρίκα, (désuet) de l'espagnol marica -
maricón => tapette; ou diminutif du nom propre grec Μαρίκα
(26) Στρι και κόβω ρόδα = Apocope de στρίβω (=> s'esbigner) + κόβω
ρόδα (désuet : sous entend = ρόδα μυρωμένα) partir, se la faire, (voir 08
& 09)
(27) Κάνω την κορόιδα (désuet) => ignorer, faire semblant de ne pas...
(actuellement: κάνω το κορόιδο, την πάπια, τον Γερμανό)
(28) Παρλάν (désuet) => du français/frangrec: parlant (réf. cinéma
parlant)
(29) Επαμεινώντας ou Παμεινώντας = litt. nom propre masculin; (désuet)
=> manteau / pardessus ... (cit.: Νίκος Τσιφόρος - Τα Παιδιά της Πιάτσας -
1960) "Κάποτε ένας μάγκας χρειάστηκε ένα παλτό να περάσει το χειμώνα.
Βρήκε μια χλαίνη (=> long manteau typiquement militaire, de couleur kaki)
που είχε κλέψει ένας φίλος του φαντάρος, που τον λέγαν Επαμεινώντα. Ο
μάγκας έβαψε την χλαίνη μπλε για να μη γνωρίζεται, τηνε κόντηνε, γιατί το
κοντό παλτό ήταν τότε μόδα και, μια και του την είχε δώσει ένας
Επαμεινώντας, τη βάφτισε "Παμεινώντα". Η λέξη έμεινε στην argot για
παλτό/πανωφόρι.
(30) Μπερεκέτι: turc (désuet) > bereket = abondance
(31) Πιάτσα = italien > piazza = place, marché, endroit de
rencontre, station de taxi, "milieu".
(32) Κουρμπέτι: turc (kurbet)/albanais (gurbet)/arabe (الغريب => al
gharib) => éloigné, déporté, (pour plus: voir 31)
(33) Ερήμη (déformation de ερήμην, terme judiciaire de la
καθαρεύουσα: "par défaut", "en l'absence de")
(34) Aκακαϊδι (désuet) => αποκαϊδι? cendres? résidu de combustion?
bitume? chaussée? goudron?
(35) Déformation de Καλντερίμι: turc> kaldirim = macadam, chaussée
empierrée/dallée
(36) Σκάω μύτη = litt. éclater (le) nez => découvrir, (faire)
apparaitre
(37) Ντουμάνι: turc/arabe دمان = tabac, fumée
(38) Αλμπάνης (désuet): perse/turc/arabe = maréchal-ferrant,
vétérinaire, maladroit, gauche, (syn.: κομπογιαννίτης, σκιτζής,
τσαρλατάνος)
(39) Λίμα: ital/francais = litt. lime => bavardage, jactance, bla-bla
(40) Στενή = litt. étroite => prison, placard, taule
(41) Τμήμα = litt. section, partie, quartier => poste de police,
poule, rousse
(42) Σιλάνς (sic): francais/frangrec (désuet) => silence
(43) Μόκο: italien => faire silence, se taire, s'écraser, motus,
bouche cousue, boule-de-gomme.
(44) Ψιλά: litt. mince, menu => petite monnaie/menue monnaie/change
(45) Μπαγιόκο: (désuet) italien > baiocco (ancienne monnaie
italienne du Vatican) => magot, grisbi, flouze
(46) Μπανιστήρι (du verbe argotique μπανίζω => voir/regarder (d'habitude
en cachette) = voyeurisme, rince-l'oeil; (actuellement: παίρνω μάτι)
(47) Κολλητήρι: litt. (appareil) colleur => frôler, frotteurisme,
frottage, toucheurisme
(48) Μάτσα (pluriel de μάτσο) litt. bouquet, fagot => un tas,
plusieurs, plein, magot
(49) Μπεκάτσα = bécasse => κάνω την μπεκάτσα (désuet) => faire le
marle/le malin; ignorer; (voir 27)
(50) Μεράκι: turc/arabe (مراك) => merak => grand désir, passion,
goût, nostalgie, etc. (aussi: le nom traditionnel de Beta Ursae Majoris,
l'étoile "B" dans la constellation de la Grande Ourse)
(51) Νταλκάς: turc => dalga => amour/passion pour une femme, (actuellement:
καψούρα)
(52) Χαλβάς: turc/arabe =>حلوى (ḥalwā) helva/halaoua = litt.
friandise (faite de sucre et de semoule) => niais, bêta, con
(53) Τσαμπουκαλίκι => tendance a la bagarre => voir (21)
(54) Αναποδιά = contre-temps, anicroche, embarras
(55) Μανίκι (το) = litt. manche (la) => difficile, dur, coton
(56) Καλαμπαλίκι = voir (04)
(57) Ζοριλίκι de ζόρι: turc/arabe=> زور (zor) => pression, force, (syn.
στανιό)
(58) Λάσο (désuet): italien lasso, espagnol lazo => lasso; (aussi=>
"κάμα")
(59) Μπουζουριάζω: manger, bouffer, bafrer, becqueter (synonymes:
ταρατσώνω, ντερλικώνω, χλαμπουκώνω, etc.) => (aussi => arrêter,
emprisonner)
(60) Σκάβω (désuet): litt. creuser => fabriquer, inventer, bosser,
pondre
(61) Κερκινάδες (désuet) = pluriel de κερκινάς (?): turc/arabe =>
kerhanna/karahana => bordel, boxon
(62) Απολάω (désuet) => déformation de αμολάω (?) ou de απολύω (?)
=> larguer, libérer, lancer
(63) Σαπουνάδα = mousse de savon = (désuet) bobard, canular (?)
(64) Πατινάδα => (désuet) déformation de μαντινάδα (?) sérénade
(65) Μπανιόκα => (désuet) possible déformation de l'italien
magnocca => manioque (μαντιόκα/ταπιόκα, etc.)
(66) Σορόκα (désuet) => déformation de σιρόκο (?) vent du S et/ou
SO ... => loucher => avoir des intérêts équivoques (?) (comparer: "un oeil
qui dit merde a l'autre")
(67) Μπάζα => italien => (θηλ.) μεγάλο κέρδος (voir 45)
(68) Orthographe actuelle: Λοβιτούρα = roumain => lovitura => coup,
coup fourré, fraude (actuellement se dit aussi: λαμόγιο/λαμόγια/ματσαράγκα)
(69) Δαντήδες (désuet) de δανδής/δανδήδες = de l'anglais/français "dandy"
(même signification)
(70) Κουραμπιές: turc=> kurabiye / arabe => gurab => litt. espèce
de petit gâteau saupoudré de sucre, sablé; => langoureux/languissant/ramollo/niais
(71) Μερακλίκι = voir (50)
(72) Στρίβω: litt. tourner => partir (voir 08, 09, 26)
(73) Τραβάω: litt. tirer => se tirer, se casser, se diriger vers...
(ne pas confondre avec "τραβάω μαλακία" = se masturber)
(74) Να μην έβρω => (déformation du futur du vieux verbe ευρίσκω =
> trouver) να μην εύρω/να μη βρω.
(75) Μπελάς: turc => belâ => ennui, souci, difficulté, emmerdement.
|