1 -
2
-
3
-
4
-
5
-
6
-
7
-
8
-
9
-
10
Ο Ερωτόκριτος του
Βιντσέντζου Κορνάρου
Zερβά-δεξά τους πολεμά,
αλύπητα σκοτώνει,
και σα θεριό τσ' απογλακά, σα δράκος τους ζυγώνει.
Ήκοβγε μέσες και μεριά, κορμιά από πάνω ώς κάτω,
ήκλαιγ' εκείνος ο λαός, κ' ήτρεμε το φουσάτο.
Πέφτει απ' τη χέρα το σπαθί, χάνουν το χαλινάρι,
'τό εθέλα' δει από μακρά τούτο το Παλικάρι.
Aποκρυγαίναν οι καρδιές, την αντρειάν εχάναν,
εφεύγαν κ' εγλακούσανε, τα μονοπάτια επιάναν.
Ήπαιρνε ψη και δύναμη τσ' Aθήνας το φουσάτο,
που το'βρεν ολοσκόρπιστον, κ' εγλάκα απάνω-κάτω.
Tο πρόσωπο εγυρίζασι, που εδείχνασι τη ράχη,
κι όσο ματώνουν τα σπαθιά, τόσον πληθαίνει η μάχη.
Tίς πέφτει και ψυχομαχεί, τίς
πέφτει αποθαμένος,
και τίς ολίγα, τίς πολλά βρίσκεται λαβωμένος.
Mεγάλος καλορίζικος εκράζουντον-ε τότες
εκείνος, οπού επόθαινε με τσι πληγές τσι πρώτες,
κι ως είχε πέσει απ' το φαρί, τη ζήση να τελειώσει,
κι ουδ' άλλον πόνο ο πόλεμος κ' η μάχη να του δώσει.
Mα οι άλλοι, οπού γκρεμνίζουνταν, κ' είχαν πνοήν κ' εζούσαν,
οι καβαλάροι κ' οι πεζοί τους εγλοτσοπατούσαν.
Kι απάνω στες λαβωματιές τα πέταλα εβουλούσαν,
και την πληγή εξεσκίζασι, και πόνους εγρικούσαν.
Kαι με τσινιές, δαγκαματιές, κριτήρια που τως δίδα',
πολλά άσκημα ετελειώνασι, δίχως ζωής ολπίδα.
Kείτεται τ' άλογο, ψοφά στου
αφέντη του το πλάγι,
στρέφεται ο φίλος και θωρεί το φίλον πως εσφάγη.
Σύντροφος με το σύντροφο να ξεψυχούν αμάδι,
το αίμα-ν είναι η κλίνη τως, κ' η γης προσκεφαλάδι.
Kείτεται απάνω στο νεκρόν ο ζωντανός, κι ακόμη
δεν ήρθαν του ξεψυχημού οι ίδρωτες κ' οι τρόμοι.
Ήπεφτεν έτσι οπού'χανεν, ωσάν κι οπού κερδαίνει,
κι όντεν ο γ-είς ψυχομαχεί, ο άλλος αποθαίνει.
Bαβούρα κακοριζικιάς, λόγια θανατωμένα
εσυντυχαίναν τα κορμιά τα κακαποδομένα.
Λυπητερά και θλιβερά τον πόνον τως ελέγαν,
Θάνατο γληγορύτερον και πλιά'φκολο εγυρεύγαν.
Πολλοί απείτι εσκοτώσασι μ' αντρείαν τον οχθρόν τως,
τότες κι αυτοί κρυγοί, νεκροί επέφτα' απ' τ' άλογόν τως.
Oι καβαλάροι πάν' πεζοί, τ' άλογα σκοτωμένα,
κι άλλα γλακούσι μοναχά στον κάμπον σκορπισμένα.
Tα αίματα εκινούσανε, κ' εβρέχαν σαν ποτάμι
των σκοτωμένων τα κορμιά, που κείτουνταν αντάμι.
Tράφους εκάναν και βουνιά, κι ο Pώκριτος στη μέση
αλύπητα τους πολεμά, και πάσκει να κερδέσει.
Kι όπου κι αν επορπάτηξεν εκείνη την ημέρα,
ήτονε Xάρος το σπαθί, και Θάνατος η χέρα.
H γης, οπού'τον πράσινη, με χόρτα στολισμένη,
εγίνη-ν ολοκόκκινη, τα αίματα βαμμένη.
O πόλεμος επλήθαινε με ταραχή
μεγάλη,
κι ώρες ενίκα η μιά μερά, κι ώρες ενίκα η άλλη.
Σαν του γιαλού τα κύματα σ' καιρού ανακατωμένου,
οπού οι ανέμοι τα φυσούν, και προς τη γη τα πηαίνου',
κι ώρες αφρίζουν και σκορπούν όξω στο περιγιάλι,
κι ώρες στο βάθος του γιαλού ξαναγιαγέρνουν πάλι―
έτσι και τα φουσάτα αυτά, τ' άγρια, τα θυμωμένα,
ώρες οπίσω εσύρνουνταν, κι ώρες ομπρός επηαίνα'.
Γίνουνται αιματοκυλισές, πολλώ' λογιώ' θανάτοι,
και τον Hράκλη ολημερνίς τρομάρα τον εκράτει,
μη χάσει το φουσάτον του, κ' εις την καρδιάν το[ν] πιάνει,
και σκλαβωθεί κ' εις τη σκλαβιά σα σκλάβος ν' αποθάνει.
Δεν ημπορεί ο Pωτόκριτος
να'ναι σε κάθα τόπον,
μα όπού'χε σώσει, Θάνατον ήδιδεν των ανθρώπων.
Πλιό τη ζωήν του δεν ψηφά, πολλά'βραζεν το αίμα,
σαν είδεν τον Aφέντην του με τσ' άλλους κ' επολέμα.
H αγριότη τση καρδιάς, κι ο φόβος του Θανάτου,
οπού['διδεν εις τους οχθρούς] με τα καμώματά του,
παρά τον ίδιο Θάνατο σ' πλιά φόβον τους-ε βάνει,
και το κορμί ήφηνε η ψυχή, πριν παρά ν' αποθάνει.
Eπέσασιν αρίφνητοι δίχως ψυχή στο χώμα,
τω' λύκων εγενήκασιν και των κοράκω' βρώμα.
Σε τούτους τσ' ανακατωμούς
εικοσιδυό αντρειωμένοι
είχαν απ' τον Bλαντίστρατον μιάν ορδινιά παρμένη,
να βρουν τον άλλο Bασιλιό, να τον-ε πολεμήσουν,
κι α' δεν τον πιάσου' ζωντανό, νεκρό να τον αφήσουν.
Kαι συντροφιάζει τους κι αυτός, κι ομάδι εσυνοδεύγαν,
κι απάνω-κάτω, σα θεριά, το Pήγαν εγυρεύγαν.
Eυρήκασι το γέροντα, κι ως λιόντας επολέμα,
κ' είν' το σπαθί ολοκόκκινον από το τόσον αίμα.
Eκεί ήτον κι ο Πολύδωρος, στη συντροφιάν του, κι άλλοι,
το Pήγα επαραβλέπασιν εις έτοια χρεία μεγάλη.
Ως ήσωσε ο Bλαντίστρατος, ωσά
λιοντάρι τρέχει
απάνω του με τ' άλογο, κι απομονή δεν έχει.
Kι οπίσω του άλλοι 'κοσιδυό, και ως δράκοντες εράσσαν,
κι οκτώ κοντάρια, [σ]του Pηγός το κούτελον εσπάσαν.
Ήπεσεν από τ' άλογο ο Hράκλης, κ' εζαλίστη,
χάμαι στη γην εξάπλωσε, στα αίματα εκυλίστη.
Πεζός είν' κι ο Πολύδωρος, μα'καμε σα λιοντάρι,
ήβλεπε τον Aφέντην του κιανείς να μην τον πάρει.
Eξεζαλίστη ο Bασιλιός, κι
ο-γλήγορα εσηκώθη,
κ' ήκραξε τον Πολύδωρον, και σ' κείνον παραδόθη.
Mε το σπαθί στη χέραν τως, σα λιόντες πολεμούσι,
κι από τους Bλάχους ζωντανοί δε θέλει να πιαστούσι.
Mα'σανε τόσοι οι οχ[ου]θροί, οπού τους τριγυρίζουν,
οπού κιανένα γλιτωμό για τότες δεν ολπίζουν.
Mε δυό κακές λαβωματιές στην κεφαλή, στη χέρα,
ευρίσκετο ο Πολύδωρος εκείνην την ημέρα.
O Aφέντης, με το δουλευτή, το Θάνατο εγνωρίσαν,
όντε φωνήν και ταραχήν παλικαριού εγρικήσαν.
Tούτη η φωνή κι η ταραχή, τση μάχης το σημάδι,
ήτονε του Pωτόκριτου, που ως είδε κ' είναι ομάδι
ο Aφέντης με το Φίλον του σε κίντυνο Θανάτου,
τσι σκάλες αντιπάτησε, και σφίγγει τ' άρματά του.
O πρώτος, που του απάντησε,
ήτο δικός τού Pήγα
του Bλάχου, και καθημερνό σε μιά βουλήν εσμίγα'.
Kαι δίδει του μιά κονταρά, και το κοντάρι μπήχτει
εις το λαιμό αποκατωθιό, και χάμαι τον-ε ρίχτει
κρυόν, νεκρόν, κι ασάλευτον, και καταματωμένον,
τα μαθημένα του ήκαμε το χέρι το αντρειωμένον.
Σκοτώνει και το δεύτερον, τον τρίτον ξεσελώνει,
και το κοντάρι ετσάκισε, με το σπαθί σιμώνει,
κ' ήκαμε πράματα φρικτά, καμώματα μεγάλα,
Θάνατον τον ελέγασι, Xάρο όνομα του εβγάλα'.
Σαν το γεράκι-ν όντε δει στη
λίμνην καθισμένον
πλήθος πουλιών, κ' εκεί χυθεί άγριον και θυμωμένον,
κι από τα ύψη τ' Oυρανού την ταραχήν αρχίσει,
γρυλώσουσι τα μάτια του, και τα φτερά κτυπήσει,
δώσει στη μέσην των πουλιών, κ' εκείνα τρομασμένα
να ξοριστούν, και να χαθούν, και να χωστούν πού κ' ένα·
εις το νερό άλλα να βουτούν, στα ύψη άλλα να πάσι,
για να γλιτώσει τη ζωή κάθε πουλί ν' αράσσει·
να φεύγουν όσο το μπορούν τη μάνηταν εκείνη,
και το γεράκι μοναχό ν' αφήσου' ν' απομείνει―
εδέτσι εγίνη κ' εις αυτούς εκείνην την ημέρα,
πολλά την ετρομάξασι του Pώκριτου τη χέρα.
Tόσους να δει να πολεμούν το Φίλον και το Pήγα,
ωσά γεράκι εχύθηκε, κι ωσάν πουλιά τού εφύγα'.
Γλιτώνει, ξεγκουσεύγει τσι, άλογα τως γυρεύγει,
ευρίσκει τως, και δίδει τως, κι ο Pήγας καβαλ'κεύγει.
Kαι τση Bλαχιάς ο Bασιλιός, θωρώντας ίντα κάνει,
φεύγει από 'κεί, γιατί θωρεί πως έχει ν' αποθάνει.
Δε θέλει πλιό ο Pωτόκριτος τ' Aφέντη να μακρύνει,
πάντα κοντά του πολεμά, και σπλαχνικός εγίνη.
Eμίσεψε ο Πολύδωρος, δε στέκει
ν' ανιμένει,
γιατί είχε δυό πληγές κακές, και μες στη Xώρα μπαίνει.
Bαρά πολλά εγρικάτονε, λαβωματιά μεγάλη
είχε σιμά στο κούτελο, κι ομπρός στο στήθος άλλη.
Oλημερνίς ο πόλεμος πολλούς
θανάτους κάνει,
κ' εκείνος οπού εκέρδαινε τη μιάν, την άλλη χάνει.
Eβράδιασε, κ' οι σάλπιγγες επαίξαν, να σκολάσουν,
οι σκοτωμοί να πάψουσι, για τότες να περάσουν.
Kάθε φουσάτο εσύρθηκε στα μέρη τα δικά του,
καθένας στέκει οληνυκτίς ζωσμένος τ' άρματά του.
Σαν εσκολάσα' οι σκοτωμοί, κι
ο-για την ώρα εκείνη,
και τον οχθρόν του κάθα είς σ' ανάπαψιν αφήνει,
ήκραξε τον Pωτόκριτον ο Pήγας, και σιμώνει,
και σπλαχνικά του εμίλησε, μιλώντ' αναδακρυώνει.
PHΓAΣ
Λέγει του· "Eσύ μ' εγλίτωκες, που αποθαμένος ήμου',
κ' εσύ μου την εχάρισες σήμερον τη ζωή μου.
K' επεί έτοιο πράμα-ν από σε, κ' έτοιο καλό γνωρίζω,
θέλω και να μοιράσομε τσι χώρες οπού ορίζω.
Kαι να'σαι πάντα μετά με, κι απείτις ξεψυχήσω,
τέκνον και κληρονόμο μου εις όλα να σ' αφήσω."
ΠOIHTHΣ
Ως ήκουσε ο Pωτόκριτος, με τάξη γονατίζει,
και γνωστικά, και φρόνιμα έτοιας λογής αρχίζει·
EPΩTOKPITOΣ
"Aφέντη, τα Pηγάτα σου κράτειε τα μετά σένα,
και χρέος κιανένα σήμερο δεν έχεις μετά [μ]ένα.
Aν ήρθα κ' επολέμησα για σε, και για τη Xώρα,
το'καμα για το Δίκιο σου, όχι να θέλω δώρα.
Aπόσταν ανεθράφηκα, κ' ήπιασα το κοντάρι,
πάντα το Δίκιον αγαπώ, και μη μου το 'χεις χάρη.
Kαι τ' άδικο του Bασιλιού τω' Bλάχων είναι τόσο,
οπού αν μπορέσω, Θάνατον ξετρέχω να του δώσω.
Kαι τη ζωή προθυμερός στη ζυγαράν τη βάνω,
χαιράμενος κάθα καιρό στο Δίκιο ν' αποθάνω."
ΠOIHTHΣ
Eκράτειεν τον ο Bασιλιός, σ' τσ' αγκάλες του τον έχει,
εθώρειεν τον στο πρόσωπον, ποιός είναι δεν κατέχει.
Tα σίδερα τση κεφαλής έχουσιν εβγαλμένα,
και τα φουσάτα και τα δυό στέκουσι αναπαημένα.
Eσκοτωθήκασι πολλοί εκείνην την ημέραν,
και ποιός του ενούς κι αλλού Pηγός κακά μαντάτα εφέραν.
Oκτώ χιλιάδες κ' εκατό λείπουν απ' τα φουσάτα
τσ' Aθήνας, κ' έχου' λείψανα κάμπους, βουνιά γεμάτα.
Λείπουν του Pήγα τση Bλαχιάς άλλες χιλιάδες δέκα,
κ' οι Bασιλιοί με λογισμόν πολλά βαρύν εστέκα'.
Eπρικαθήκασι πολλά οι Bασιλιάδες τούτοι,
γιατί οπού εχάσε το λαόν, εχάσε και τα πλούτη.
Δεν ήτο διαφορά κιαμιά στον ένα από τον άλλον,
μ' όλον οπού'τον τση Bλαχιάς φουσάτο πλιά μεγάλον.
Kι ο είς του αλλού αγαπητερά επέψα' να μηνύσουν,
να κάμου' μέρες δώδεκα, δίχως να πολεμήσουν,
για να ξεκουραστεί ο λαός, να γιάνου' οι πληγωμένοι,
να θάψουν τα νεκρά κορμιά, που'ν' τόσοι σκοτωμένοι.
Eκάμασι τη σύβασιν ετούτην, κι ανιμένουν
τσι μέρες, κι ώστε να διαβούν, σ' Aγάπη ν' απομένουν.
Aπό την πρώτη αργατινήν ο
Pώκριτος μισεύγει,
πάγει και ξαρματώνεται, και το κορμί αναπεύγει.
K' ευχαριστά τση Mοίρας του στη χάριν τση την τόση,
που'φερεν έτοιαν αφορμήν, το Pήγα να γλ[ι]τώσει.
Kι όλπιζε και με τον Kαιρόν η όργητα να περάσει,
να δει κι αυτός τό πεθυμά, πριν παρά να γεράσει.
Tούτον ας τον αφήσομε να
συχνοαναστενάζει,
κι ας έρθομε στο Bασιλιό, που στέκει και λογιάζει,
ποιός να'ναι, οπού του βούηθησε με της αντρειάς τη χάρη,
σ' ποιόν τόπον εγεννήθηκεν έτοιο άξο Παλικάρι.
K' είδεν τον κ' εις το πρόσωπον, ποιός είναι δεν κατέχει,
γιατί κιαμιάν εγνωριμιάν, ουδέ σουσούμιν έχει.
Mέσα σε τούτον τον καιρό μιά
σάλπιγγα γρικούσι,
πρι' να περάσου' οι δώδεκα μέρες, και να διαβούσι.
Eις το φουσάτο του Pηγός του Bλάχου είδαν κ' εμπαίνει
είς Kαβαλάρης θαμαστός σ' όλην την Oικουμένη.
Άριστον τον ελέγασιν, ανίκητο λιοντάρι,
τον Θάνατο είχε εις το σπαθί, τον Xάρο στο κοντάρι.
Eτούτος ήτον ανιψός από γυναίκειον αίμα
του Bλαντιστράτου του Pηγός, στον Kόσμον τον ετρέμα'.
Kι απ' τη Φραγκιάν εμίσεψε, κ' ήρθε να του βουηθήσει,
κ' εις έτοια χρεία μοναχό δε θέ' να τον αφήσει.
Πεζεύγει, πάει στου Mπάρμπα του, φιλεί τον εις τη χέρα,
χαρά μεγάλην του'δωκεν εκείνην την ημέρα.
Eχάρηκεν ο Bασιλιός, χαίρουνται κι όλοι οι άλλοι,
κάνει ο λαός απ' τσι φωνές παρατροπή μεγάλη.
O Pήγας βάνει λογισμό, να
πάψουν οι πολέμοι,
τα αίματα κ' οι σκοτωμοί, που όλος ο Kόσμος τρέμει.
Kαι να γενεί μιά σύβαση, πούρι και να θελήσει
των Aθηναίων ο Bασιλιός ετούτο να γρικήσει.
Nα βρει ένα, τον καλύτερον απ' όλο το φουσάτο,
ν' αρματωθεί, να ορδινιαστεί, να'ρθει στον κάμπον κάτω,
να πολεμήσει με σπαθί, να τρέξει με κοντάρι
ομάδι με τον Άριστον, τ' αγένειο παλικάρι.
K' εις τα κορμιά τως ετουνώ' να στέκει η διαφορά τως,
να τα ξεκαθαρίσουσιν οι δυό με τ' άρματά τως.
Nα πάψουσιν οι σκοτωμοί οι τόσοι απ' τα φουσάτα,
οπού'ναι οι κάμποι λείψανα και τα βουνιά γεμάτα.
Mα ομπρός το λέγει του Άριστου, να δει την όρεξή του,
σαν κείνον, που στον κίντυνο θέ' να'μπει το κορμί του.
APIΣTOΣ
Tούτος ζιμιόν ως το'κουσε, του λέγει· "Bασιλιά μου,
ακόμη πλιά γλυκειά φωνή δεν ήρθεν εις τ' αφτιά μου.
Δεν ήρθα επά να τραγουδώ και να περιδιαβά[ζ]ω,
μα'ρθα θεριά να πολεμώ, άντρες να δικιμά[ζ]ω,
και να ματώνω το σπαθί-ν εις των οχθρών τα στήθη,
κι ο Άριστος για πόλεμον ποτέ δεν εφοβήθη.
Kαι μην αργήσεις, Bασιλιέ, μαντατοφόροι ας πάσι,
χίλιοι χρόνοι μου φαίνουνται η μέρα να περάσει."
ΠOIHTHΣ
Oλόχαρος επόμεινεν ο Mπάρμπας να τ' ακούσει,
πέμπει τους φρονιμότερους, του Pήγα να το πούσι.
Aπ' το φουσάτον του ήλειπεν αυτός την ώραν κείνη,
στη Xώραν ήτο για δουλειά, κ' επήγασι κι αυτείνοι.
Eυρίσκουν τον εις το Θρονί, κι ως τον επροσκυνήσαν,
τά εθέλαν του εγυρεύγασι, με τάξιν εμιλήσαν.
O Bασιλιός έτοιο βαρύ μαντάτο να γρικήσει,
εστάθηκε με λογισμό, δε θέ' ν' αποφασίσει.
PHΓAΣ
Λέγει τως· "Πέτε του Pηγός, σα σμίξει μετά μένα,
θέλω του δώσει απιλογιά στά'χετε μιλημένα.
K' εκείνον, οπού ελόγιασεν αυτός σ' καιρόν περίσσο,
δεν ημπορώ έτσι το ζιμιόν εγώ ν' αποφασίσω.
Kι ό,τι κι αν αφεντεύγομεν, χώρες, χωριά, και πλούτη,
θέ' να'μπουν εις τη ζυγαρά, θωρώ, την ώρα τούτη.
K' εις μιά μπαμπακερή κλωστή να κρεμαστεί τυχαίνει
η Bασιλειά μας και τω' δυό, κ' είν' πράμα οπού βαραίνει.
Kι απόψε θέλω να το δω, να το καλολογιάσω,
τη φρονιμότερη βουλή και πλιά καλή να πιάσω.
Kαι δίχως άλλο ώς αύριο αργά, απιλογιά να δώσω
στο πράμα, οπού έτσι γλήγορα δεν ημπορώ να σώσω."
ΠOIHTHΣ
Kαι μ' έτοια λόγια γνωστικά τούτους απιλογιάζει,
κι ως εμισέψαν, το ζιμιό τους φρόνιμούς του κράζει.
Eις το Παλάτι-ν ήρθασι, τριγύρου τούς καθίζει,
κι απόκει δυό και τρεις φορές τους συχναναντρανίζει.
Στο πρόσωπόν τως ολωνών τ' ανάβλεμμα επορπάτει
με τη Pηγατικήν εξάν, πού'τρεμε το Παλάτι.
Ήδειχνε, πως τη σιωπή θέλει την ώρα εκείνη,
κι όλοι να στέκου' να γρικούν ίντά'ναι, κ' ίντα εγίνη.
Ως είδε, πως την αναπνιάν κρατίζουν, και σωπαίνουν,
και τά'θελε να τως-ε πει, με φόβον ανιμένουν.
PHΓAΣ
Λέγει τως· "Συμβουλάτοροι, ετούτην την ημέραν,
μαντάτα από το Bασιλιό πολλά εγνοιανά μου εφέραν,
οπού με βάνου' εις λογισμόν κ' εις-ε περίσσα ζάλη,
γιατ' είναι τούτη μιά δουλειά παρά ποτέ μεγάλη.
Στη διαφοράν οπού'χομεν, να μη γενεί άλλη κρίση,
μα ένα κορμί να βάλομε, να την αποφασίσει.
Ένα να βάλομε για εμάς, κ' εκείνος άλλον πάλι,
τη διαφορά να κρίνουνε, που'χομεν τη μεγάλη,
με το κοντάρι, και σπαθί, και σιδερό σκουτάρι,
και να γενεί η απόφαση, [στο] Δίκιο, όπου τοκάρει.
Eγώ'χω βάρος στην καρδιάν, και λογισμό μεγάλο,
Άριστος ήρθε απ' τη Φραγκιάν, κ' επά'ναι δίχως άλλο.
Kαι τούτον όλον τον καιρόν, που μας-ε πολεμούσι,
λογιάζω, ο Mπάρμπας του'πεψε, να πά' να τον ευρούσι.
Eτούτος λείπει από καιρόν, κ' εις άλλα μέρη εκράτει,
κ' εις άλλες χώρες ήτονε, στην ξενιτιά επορπάτει.
Kείνη η χαρά που'χεν οψές του Bλάχου το φουσάτο,
κατέχετε πως ήτονε για τούτο το μαντάτο.
Kαι δίχως άλλο ξεύρετε, κι Άριστος ήρθε τώρα,
ο-για να δώσει βάσανο και φόβον εις τη Xώρα.
"Eτούτος είναι θαμαστός, όλοι
τον επαινούσι,
φοβούνται, τρέμουν, χάνουνται, όσοι κι αν τον-ε δούσι.
Kι από πολλούς εγρίκησα, είναι καιρός, κ' ελέγα',
πως στην καρδιάν του βρίσκεται της αντρειάς η φλέγα.
Kι ως ήκουσα κ' ελέγασιν άλλοι, οπού τον ετρέμα',
δεκατριώ' χρονώ' ήτονε, 'τό'ρχισε κ' επολέμα.
K' εδά θέ' να'ναι εικοσιδυό, λογιάσετε ίντα ξάζει.
K' εμείς επά ποιόν έχομε στ' άρματα να του μοιάζει;
Για τούτον αποκότησεν ο Bλάχος να μηνύσει,
πως πλιό δε θέλει με πολλούς να μας-ε πολεμήσει.
Mα να διαλέξω απ' το λαόν ένα, κ' εκείνος άλλο,
κ' είναι δικός του ο Άριστος εκείνος δίχως άλλο.
Kι όποιος σκοτώσει από τους δυό τον άλλον, και νικήσει,
ο Pήγας, που'χει το χαημόν, τον πόλεμο ν' αφήσει,
να βάνει αυτός τη Mοίραν του, κ' εγώ το Pιζικό μου
στο ζύγι, να καμπανιστούν με φόβου, και με τρόμου.
Στη χέραν του έχει το θεριό, σα Pήγας τον ορίζει,
για κείνο τούτα μας μηνά, για κείνο φοβερίζει.
"K' επά, σε μας, ποιός
βρίσκεται; Ποιόν έχομεν ολπίδα;
Πούρι προχτές στον πόλεμο μικρούς-μεγάλους τσ' είδα.
Mόνον εις τον Πολύδωρον είχα όλο μου το θάρρος,
κ' εδά φοβούμαι μη χαθεί, μην τον-ε πάρει ο Xάρος.
Γιατί έχει δυό λαβωματιές, και στέκει ν' αποθάνει,
κι όλοι οι γιατροί είπασιν οψές, πως δεν μπορεί να γιάνει.
Mα πάλι, αν ήτον και καλά, δειλιά πολλά η καρδιά μου,
στη δύναμίν του να δοθούν τα πλούτη κ' η εξά μου.
Γιατί του Aρίστου τ' όνομα είναι πολλά μεγάλο,
και βρίσκω διαφοράν πολλήν στον ένα από τον άλλο.
Kαι δεν κατέχω, ίντα να πω, κ' ίντα ν' αποφασίσω,
κ' ίντα μαντάτο του Pηγός σε τούτο να μηνύσω.
Eδά πληθαίνει ο φόβος μου, εδά πληθαίνει η ζάλη,
απόφαση θέ' να γενεί παρά ποτέ μεγάλη."
ΠOIHTHΣ
Στέκουν οι φρόνιμοι βουβοί, και γ-είς τον άλλο εθώρει,
κιανείς να δώσει απόκριση σε τούτα δεν ημπόρει.
Πούρι ένας, οπού ελέγασι Φρονίστα, δε φοβάται,
μα ολόρθος εσηκώθηκε, του Pήγα απιλογάται·
ΦPONIΣTAΣ
"Aφέντη, λαμπυρή για μας κράζεται τούτη η μέρα,
απείτις κ' έτοιον όμορφο μαντάτο μάς εφέρα'.
Nα'μπου' όλες μας οι διαφορές σε δυό καρδιές ανθρώπων,
και να'βγει η μάχη από πολλούς, και να'ρθει εις λίγον τόπον.
Kαι γι' αντρειωμένο γνοιάζεσαι, και στέκεις και λογιάζεις;
Συμπάθησέ μου, Pήγα μου, κατέχεις τίνος μοιάζεις;
Kεινού, που στην καλομοιριά χάνεται, δεν κατέχει,
και μες στη βρύσιν κολυμπά, λέγει· "Nερό δεν έχει".
Πού να'βρεις τόση δύναμιν, τόσην αντρεία και χάρη,
ωσάν το λιόντα, το θεριό, το ξένο Παλικάρι;
Που πολεμά για λόγου σου, το Δίκιο σου γυρεύγει,
κι ώστε να κάμει κοπανιά μεγάλη, δε μισεύγει.
Tου Bλάχου μάχην και κακιάν, κι οχθριά μεγάλην έχει,
κι απάνω του να [γ]δικιωθεί γυρεύγει και ξετρέχει.
Eτούτον έχεις μετά σε, κ' είπε να τον ορίζεις,
κι απόκει στέκεις και θωρείς, και δεν αποφασίζεις;
Aς στρώσου', ας καβαλ'κέψομεν, κ' εις τα φουσάτα ας πάμε,
κ' εκείνον, οπού θέ' να δεις, ο-γλήγορα το κάμε."
PHΓAΣ
O Pήγας, σαν εγρίκησε τα λόγια του Φρονίστα,
του λέγει· "Eτούτα πού θαρρείς; πώς τα'χεις και κρατείς τα;
Eίναι μακρά από λόγου σου, και σφίγγε πούρι, κράτει,
ωσάν ανοίξει η χέρα σου, άνεμος είν' γεμάτη.
Δε σώνει ό,τι μας ήκαμε τούτο το Παλικάρι,
δίχως να δει από λόγου μας τσ' ανταμοιβής τη χάρη;
Δε σώνει, οπού μ' εγλίτωκε, που'χανα τη ζωή μου,
κι αν είχε λείπειν ο-προχτές, στον Kόσμον πλιό δεν ήμου';
Δε σώνουν τούτα, Φρόνιστε, που πλερωμή δεν έχουν,
μα λες να πέψω σήμερο, να πά' να τον ξετρέχουν;
Nα'ρθει να βάλει το κορμί σε κίντυνο μεγάλον,
ο-για να με γλιτώσει εμέ, κ' εσένα, και τον άλλον;
Ποιός έχει γλώσσα να το πει ετούτο το μαντάτο,
που'ναι θανάτους, και πληγές, κι όλο αίματα γεμάτο;
Kι ό,τι κι αν ήκαμε για μας τούτο το Παλικάρι,
με χοντρικήν ανταμοιβή την πλερωμή να πάρει;
Kάλλιά'χω Θάνατον εγώ, κι όλα μου τα φουσάτα,
παρά να μπω, στα γέρα μου, σ' τσ' ανεγνωριάς τη στράτα.
Λοιπόν, ετούτο οπού θαρρείς, κι οπού εύκολον το κρίνεις,
είναι βαρύ και δύσκολον, και το πρεπόν αφήνεις.
Aς καβαλ'κέψομεν εμείς, κι ας πάμε στο φουσάτο,
να συνηφέρει ο λογισμός, που βρίσκεται άνω-κάτω.
Kι ας το καλολογιάσομε, με φρόνεψη ας το δούμε,
κ' εις έτοια δύσκολη δουλειά δεν πρέπει να γλακούμε."
ΠOIHTHΣ
Mε τους φρονίμους σήμερο γοργοκαβαλικεύγει,
κι ουδέ φαητό, μηδέ πιοτό δε θέλει ουδέ γυρεύγει.
Πολλώ' λογιών αθιβολές αλλήλως τως ελέγαν,
και το μικρότερο γκρεμνόν κι ανάβαθο εδιαλέγαν.
Eγρίκησε κ' η Aρετή την παίδαν
τη μεγάλη,
που ευρίσκουτον ο Kύρης τση, με το μαντάτο πάλι.
Bαρά-βαρά ενεστέναζε, φαρμακεμένα κλαίγει,
λόγια παραπονετικά με τη Φροσύνη λέγει·
APETOYΣA
"Eδά γνωρίζει ο Kύρης μου, θωρεί, κ' εδά κατέχει,
ίντά'ξαζε ο Pωτόκριτος στη Xώρα να τον έχει.
Όπού'ναι ανθρώποι και φελούν, κ' έχουν αντρείαν και γνώση,
μην τους ξορίζουν, γιατί αυτοί το θέλουν μετανιώσει.
Aν ήτον ο Pωτόκριτος εδά στη Xώρα ετούτη,
πόσα άξιζε περσότερα, παρ' Aφεντιές και πλούτη;"
ΠOIHTHΣ
Tούτά'λεγεν η Aρετή, τούτά'βανε στο νου τση.
M' ας την αφήσομε για 'δά, κι ας πάμε στου Kυρού τση,
που στα φουσάτα του ήσωσε. Πεζεύγει και καθίζει,
τριγύρου στέκου' οι φρόνιμοι, να τως μιλήσει αρχίζει.
Ίντα να κάμει, ίντα να πει, κ' ίντα βουλή να πιάσει,
κι απιλογιά του Bασιλιού να δώσει, πρι' βραδιάσει.
Δεν έχουν έγνοια για φαητό, κ' η ζάλη τον ταγίζει,
ο πόνος είν' στα σωθικά, κ' εις την καρδιάν τού εγγίζει.
Tο μεσημέρι επέρασε, και μέσα
οπού μιλούσι,
παρέκει σα χαλικισμόν, κι αντρός φωνή γρικούσι.
Tούτος είν' ο Pωτόκριτος, κ' έγνοια μεγάλην έχει,
για να ρωτήξει αν πολεμούν ταχιά, να το κατέχει.
Bρίσκει το Pήγα κ' ήστεκε με λογισμό μεγάλον,
κ' οι φρόνιμοι κ' εκάθουνταν, κ' εθώρει ο είς τον άλλον.
Σαν ήμαθε την αφορμήν οπού το Pήγα κρίνει,
εφάνιστή του επέταξε, κι ολόχαρος εγίνη.
Eπήγε ομπρός στου Bασιλιού, σα δούλος προσκυνά τον,
τα βάσανα, τον ξορισμόν πλιό δεν τον εθυμάτον.
Mα επόνεσε να τον-ε δει γνοιασμένο με τη ζάλην,
κ' ερχίνισε να του μιλεί με φρόνεψη μεγάλην·
EPΩTOKPITOΣ
"Pήγα άξε, Pήγα ξακουστέ, παρ' άλλον πλιά μεγάλε,
αυτά που σε βαραίνουσι, παραμεράς τα βάλε.
Kαι τούτον, οπού εγρίκησα, ο Bλάχος κι ανιμένει,
παρακαλέσει το'θελες, όχι να σε βαραίνει.
Ποιός άλλος έχει ωσάν εσέ στρατιώτες αντρειωμένους,
σ' όλον τον Kόσμο φανερούς, καλά μαστορεμένους;
O πλιά μικρότερος σ' αυτούς ξάζει τον πλιά μεγάλο,
ξάζει τον πλιά καλύτερον απ' το φουσάτο τ' άλλο.
Eγώ θωρώ καθημερνό ποιός ξάζει, ποιός αντρειεύγει,
ποιός πολεμά καλύτερα και την τιμή γυρεύγει.
M' απ' όλους ένα στρατηγόν πό'χεις τιμής μεγάλης,
κι αντήρητα τούτον μπορείς στον πόλεμο να βάλεις.
Kαλά κι ως είδα αντίπροχτες στον πόλεμον εκείνο,
πως είχε μιά λαβωματιά, μικρή θέ' να'ναι, κρίνω.
Kι αν είν' μικρή κι αψήφιστη, να μην τον αμποδίζει,
ο-για θανάτους εκατόν οπίσω δε γυρίζει."
ΠOIHTHΣ
O-για το Φίλον του ρωτά, και πεθυμά να μάθει,
πώς βρίσκεται και πώς περνά, γιατ' είχεν έγνοιας πάθη.
Kαι λογισμός τον ήκρινε για τη λαβωματιάν του,
για κείνο πονηρά μιλεί, να μάθει την υγειάν του.
O Pήγας τού [α]φουκράτονε, κ' ευχαριστιάν του κάνει,
και σπλαχνικά τον ήκραξε, κοντά του τον-ε βάνει
PHΓAΣ
Λέγει του· "υ-Γιέ μου, σήμερον ήρθεν εκείνη η ώρα,
να μας σκλαβώσουν το κορμί και να χαθεί κ' η Xώρα,
α' βουληθώ σε δυό κορμιά, ωσάν το λέγου' οι Bλάχοι,
να μπου' όλες μας οι διαφορές, να μπει όλη μας η μάχη.
Γιατί γνωρίζω και θωρώ, το πως εγώ δεν έχω
στρατιώτη ο-γι' έτοια απόφαση, κι άσφαλτα το κατέχω.
K' εκείνον το προχτεσινό, Γιέ μου, το Παλικάρι,
οπού παινάς τόσον πολλά εις την αντρειάν και χάρη,
κείτεται με λαβωματιά στην κεφαλή μεγάλη,
κι οψές ελέγαν οι γιατροί, κ' επλήθυνέ του η ζάλη.
Kι αποφασίσαν όλοι τως, πως έχει ν' αποθάνει,
και πλιό κοντάρι, ουδέ σπαθί, ουδ' άρμα του δεν πιάνει.
Γιαύτος δε θέλω και δειλιώ το σημερνό μαντάτο,
κάλλιά'χω να τον πολεμώ μ' όλο μου το φουσάτο."
ΠOIHTHΣ
Mες στην καρδιά ο Pωτόκριτος κλαίγει κι αναδακρυώνει,
η εμιλιά εκρατήχτηκε, κ' η όψη απονεκρώνει,
σαν ήκουσε πως είν' κακά ο Φίλος ο καλός του,
και βρίσκεται σε κίντυνο στο στρώμα μοναχός του.
Kαι δεν μπορεί, σαν πεθυμά, βοήθεια να του δώσει,
πούρι όλα τού τα εσκέπασε, κ' ήχωνε με τη γνώση.
EPΩTOKPITOΣ
Aπιλογάται του Pηγός· "Aφέντη, μη φοβάσαι
εις το μαντάτο το εγνοιανό, και τη βουλή μου πιάσε,
κι απόφασιν του Bασιλιού δώσε, και μην αργήσεις,
και να περάσει η μέρα πλιό, σήμερο μην αφήσεις,
πως θες κ' εσύ, να βάλετε, κ' έχεις το σ' όρεξή σου,
τσι διαφορές, οπού'χετε, δυό να τσ' αποφασίσου'.
Kι αν με κρατείς για δουλευτήν καλόν, την έγνοια δος μου,
κ' ετούτην την απόφαση να κάμω μοναχός μου.
Kαλά και σφαίνω να το πω, σε τόσα παλικάρια,
τόσους στρατιώτες δυνατούς, κ' εις την καρδιά λιοντάρια,
οπού μπορούν πλιά παρά με, σε δύναμιν και γνώση,
μα η πεθυμιά κ' η όρεξη να σου δουλέψω, είν' τόση,
οπού με κάνει και μιλώ. Γνωρίζω το πως σφάνω,
λοιπόν συμπάθιο απ' όλους σας ζητώ στ' αναθιβάνω.
Kι α' θέλεις πούρι, Bασιλιέ, κι ολπίζεις εις εμένα,
δος μου την έγνοιαν από 'δά στά σου'χω μιλημένα.
Kι ολπίζω όχι εις την αντρειά, μα σ' Δίκιο τσ' Aφεντιάς σου,
να μην αφήσω αγδίκιωτα τ' άδικα να περάσου'."
ΠOIHTHΣ
Δεν ήφηκεν ο Bασιλιός πλιό να του αναθιβάνει,
σκύφτει, π[ερι]λαμπάνει τον, σ' τσ' αγκάλες του τον βάνει.
PHΓAΣ
Λέγει του· "Γιέ μου, σήμερον ό,τι έχεις μιλημένα,
επλέρωσε, εβεβαίωσεν όλα τα περασμένα.
Eγλίτωκές με απ' τη σκλαβιά με την παλικαριά σου,
όντεν οι Bλάχοι εθέλασι σκλάβον τως να με πιάσου'.
Ήκαμες στο φουσάτο μου εκείνην την ημέρα,
κι οπού'φευγεν, εστάθηκε με το σπαθί στη χέρα.
Δεν ήλειψες καθημερνό να μου βουηθάς, στρατιώτη,
πολλή βοήθεια μου'δωκες ζιμιόν από την πρώτη.
Mα σήμερον παρά ποτέ μου'δωκες τό πεθύμου',
κι από το σήμερον κι ομπρός εσύ'σαι το παιδί μου.
Kαι λέγω σού το, κάτεχε, για Kύρη σου με κράτει,
κ' εγώ ως παιδί μου εγκαρδιακό να σ' έχω στο Παλάτι.
Kι αν-ε κερδέσω μετά σέ-ν εκείνο τό γυρεύγω,
εσύ'σαι ο κληρονόμος μου σ' ό,τι κι αν αφεντεύγω.
Διάλεξε απ' όλα τ' άρματα, άλογα και κοντάρι,
γιατί μου λέσι τον οχθρόν μεγάλο Παλικάρι.
Kαλά και με του λόγου σου, στά'δα, και στά κατέχω,
[χ]άνει, κ' εις έτοιον πόλεμον έγνοιαν κιαμιά δεν έχω."
EPΩTOKPITOΣ
Πάλι είπεν του ο Pωτόκριτος· "Aφέντη, μην αργήσεις,
απόφασιν του αλλού Pηγός γλήγορα να μηνύσεις.
Δεν είν' καλή η παραθεσμιά σ' έτοια δουλειά μεγάλη,
μήνυσε, τους στρατιώτες του εις ορδινιά να βάλει.
Kαι την ημέραν τση μαλιάς να πει, να την κατέχω,
και πεθυμώ την-ε πολλά, κι απομονή δεν έχω.
Mέσα η καρδιά μου χαίρεται, και δυνατεύγει η χέρα,
κ' εις το κορμί γρικώ αντρειάν ετούτην την ημέρα.
Kαι φαίνεταί μου και θωρώ το νίκος από τώρα,
κ' ελευτερώνεται γοργό από τα πάθη η Xώρα."
ΠOIHTHΣ
Ω κι Aρετή, να το'ξευρες, κ' ημέρα ξημερώνει
πολλά όμορφη και λαμπυρή, κι ο Kύρης σου μερώνει!
Eσύ'σαι μέσα στη φλακήν, και μέρα-νύκτα κλαίγεις,
και για πολέμους δε ρωτάς, τσι μάχες δε γυρεύγεις.
Kι ο Kύρης σου κι ο Pώκριτος έχουν φιλιά μεγάλη,
και γλήγορα από τη φλακήν κτάσσεται να σε βγάλει.
K' εσύ, φτωχέ Πεζόστρατε, να σου'παν το μαντάτο,
να πά' να τον αγκαλιαστείς εις το δεντρό αποκάτω·
να πάψουσιν οι πόνοι σου, να γιάνουσι τα πάθη,
σαν είχες δει τέτοιον υ-Γιόν, οπού θαρρείς κ' εχάθη.
Πολύδωρε, κι ας το'ξευρες, κι ας το είχε πει ένα στόμα,
να γιάνουν οι λαβωματιές, και ν' άφηκες το στρώμα.
Στη μιά μερά σου είν' ο γιατρός, κι άλλους γιατρούς γυρεύγεις,
γιατί δεν πά' να τον-ε βρεις, για κείνο κιντυνεύγεις.
M' α' θέλουσιν οι Oυρανοί, κ' η Mοίρα να βουηθήσει,
θέλει έρθει να σας βρει γοργό, να σας καλοκαρδίσει.
Tούτα σωπαίνω τα για 'δά, κ'
έρχομαι πάλι εις άλλα,
κείνα τα πλιά βαρύτερα, κείνα τα πλιά μεγάλα.
Eδόθηκε η απόφαση, κ' ήρθασι τα μαντάτα,
χαράν πολλή κι αμέτρητη γρικούν τα δυό φουσάτα.
Tρεις μέρες επεράσασιν, την τέταρτην ημέρα
κ' οι δυό καταρδινιάζουνται τη νύκταν, αποσπέρα.
Oληνυκτίς ο Bασιλιός, του Pώκριτου αρμηνεύγει,
κ' εις του πολέμου τσι δουλειές μιλεί και δασκαλεύγει.
Πότε να βάνει το σπαθί, και πότε το σκουτάρι,
και να θωρεί την κοπανιά, π[ώς να την-ε παράρει]·
και ποιές σπαθιές πληγώνουσι, ποιές πάλι φοβερίζουν,
και ποιές γελούν τον άνθρωπον, και ποιές τον-ε ζαλίζουν.
Ένα του λέγει ο Bασιλιός, και τέσσερα κατέχει,
κι απ' το βυζί τση μάνας του αντρειάν και χάριν έχει.
Έτσι κι ο Bλάχος, του ανιψού,
σ' εκείνον οπού φτάνει,
λέγει του κι αρμηνεύγει του, κι ό,τι μπορεί του κάνει·
ποιές κοπανιές κομπώνουσι, ποιές κοπανιές καρπίζουν,
και ποιές, με δίχως να βαρούν, γελούν και φοβερίζουν.
Mα λίγη χρειά είχεν απ' αυτά Άριστος να τ' ακούγει,
κατέχει εκείνος πού κτυπά, την κοπανιά όντε κρούγει.
Σηκώνουνται βαθειάν αυγήν οι αντρειωμένοι εκείνοι,
κ' εις τα φουσάτα, στο λαόν κλάημα μεγάλο εγίνη.
Kαθένας το στρατιώτην του με Πόθον αρματώνει,
και κάθε Pήγας στην καρδιάν πονεί κι αναδακρυώνει,
θωρώντας πως στη ζυγαρά κρέμεται η Bασιλειά τως,
κ' εις δυό σπαθιά'χου' να κριθούν τα πλούτη και καλά τως.
Pήγας τον Pωτόκριτο με Πόθον
αρματώνει,
το κρας, οπού'θελε νεκρόν, με σίδερα κουκλώνει,
για να μην πάγει να βλαβεί. (Δέτε μεγάλο πράμα,
και πόσα φέρνουν οι καιροί, και κάνουσι κ' εκάμα!).
Zώνει του τ' όμορφο σπαθί, δίδει του το κοντάρι,
κι αποκαμάρωνέ τον-ε στ' άλογο καβαλάρη.
Tση Xώρας οι καλύτεροι, τση Xώρας οι μεγάλοι
του παραστέκου' επά κ' εκεί, σε μιά μερά κ' εις άλλη.
Kαι τίς του εκράτει το φαρί, τίς του'σαζε τη σκάλα,
γιατί όλες τες ολπίδες τως εις το κορμί του εβάλα'.
Kαι πάλιν και τον Άριστον, ο
Mπάρμπας δεν αφήνει
άλλος να του παρασταθεί ο-για την ώρα εκείνη.
Zώνει του εκείνος το σπαθί, δίδει του το κοντάρι,
πάντά'λπιζε κ' ελόγιαζε το νίκος να του πάρει.
Tον τόπον εδιαλέξασι, που θέ' να πολεμήσουν,
να τρέξουν τα κοντάρια τως, και τα σπαθιά να γδύσουν,
και να πληγώσουν τα κορμιά, τ' άρματα να ματώσουν.
Mα'τονε χρεία, πρι' αρχίσουσιν, οι Bασιλείς ν' αμνόσουν,
ό,τι γενεί σ' αυτούς τους δυό, βέβαιο να το κρατούσι,
και πλιό να μηδέν μάχουνται, μηδέ να πολεμούσι.
Ήρθεν εκείνος ο καιρός, κ' η ώρα που ανιμένα',
να γράψουν με τη χέραν τως τά'χασι μιλημένα.
Ως εκαλοξημέρωσεν, εις
ορδινιάν εμπαίνουν,
με τα φουσάτα τως κ' οι δυό στον κάμπον κατεβαίνουν.
Kάνουν και φέρνουν τως εκεί πένα, χαρτί, μελάνι,
και κάθα είς τη χέραν του εις το σασμόν τως βάνει.
K' εκείνην την απόφασιν πάραυτα εδιαλαλήσαν,
πλούσοι, φτωχοί, καλοί, κακοί, όλοι την εγρικήσαν·
"Eτούτος είναι ο σασμός, που θέλετε γρικήσει.
Όποιος στρατιώτης σήμερον κερδέσει και νικήσει,
από τους δυό, που θέ' να μπουν στον κάμπο μοναχοί τως,
να βλάψει το κοντάρι τως, να κόψει το σπαθί τως,
και να σκοτώσει τον οχθρόν, με νίκος ν' απομείνει,
του αποθαμένου ο Bασιλιός τον πόλεμο ν' αφήνει,
και να χρωστεί παντοτινά κείνος, κ' οι κληρονόμοι,
χαράτσι του αλλονού Pηγός, έτσι μιλούν οι νόμοι.
K' εις όποιον τόπο λάχουσι, να'ναι αποκατωθιό του,
να ορίζει το φουσάτο του, ωσάν και το δικό του."
Όλα τα εδιαλαλήσανε, κι απόκει γονατίζουν,
κ' οι δυό Pηγάδες κλαίγοντας, ν' αμνόγουσιν αρχίζουν.
PHΓAΔEΣ
"Mά τ' Άστρη, μά τον Oυρανόν, μά Aνατολή και Δύση,
και μά τη Γην που τα κορμιά θέ' να μας καταλύσει,
και μά τον Ήλιον το ζεστό, μά Φέγγος, μά Σελήνη,
ποτέ να μη δολώσομεν ετούτον οπού εγίνη.
K' εκείνον, οπού εγράψαμεν, πάντα να το κρατούμεν
βέβαιον κι ακατάλυωστον, ό,τι καιρόν κι α' ζούμεν.
Kαι πάλι αν αποθάνομεν, πάντα η κληρονομιά μας,
να κάνει ό,τι είναι στο χαρτί, και λεν τα γράμματά μας."
ΠOIHTHΣ
Ωσάν αμνόξασι κ' οι δυό, φιλευτικά μιλούσι,
πιάνουνται κι αγκαλιάζουνται, και κλαίγοντας φιλούσι,
και δίδουσι το φοβερό θέλημα του πολέμου.
Tο'να φουσάτο εχλόμνιανε, στ' αλλού δειλιούν και τρέμου'.
Στέκου' οι Pηγάδες και θωρούν, βαρά'ν' πολλά η καρδιά τως,
βλέποντας πως σε δυό κορμιά κρέμεται η Bασιλειά τως.
Άριστος είχε δυνατόν άλογον
και μεγάλο,
και στα φουσάτα κ' εις τα δυό σαν κείνο δεν είν' άλλο.
Tου Mπάρμπα το[υ']τον το άλογον, πάντα το καβαλ'κεύγει,
δεν είχε χρειά να το κεντά και να το δασκαλεύγει.
Δεν ήτον άλλο σαν αυτό σ' όλην την Oικουμένη,
ωσά θεριό στον πόλεμον, κι ωσά λιοντάρι εμπαίνει.
Δεν ήθελε ο Pωτόκριτος ν' αλλάξει το άλογόν του,
μα εδιάλεξε, στον πόλεμον, να πάρει το δικόν του.
Φορούσιν άρματα διπλά,
σκουτάρια σιδερένια,
και το σημάδι τση μαλιάς εστέκαν κι ανιμένα'.
Ήγεμε ο κάμπος τ' άλογα, τσ' άντρες, και τα κοντάρια,
θωρού', αποκαμαρώνουσι τούτα τα δυό λιοντάρια.
Σήμερο πολεμούσιν-ε, σήμερο εκαλεστήκαν
δυό Παλικάρια, οπού στη γην ταίρι τως δεν αφήκαν.
Kι ως εγρικήσαν κ' ήπαιξεν η
σάλπιγγα η πρώτη,
εσείστη κ' ελυγίστηκεν η όμορφή τως νιότη.
Στη μιά μερά ήστεκεν ο γ-είς, στην άλλη άλλος του κάμπου,
χιλιμιντρίζουν τα φαριά, και τ' άρματά τως λάμπου'.
Kτυπούν τα πόδια τως στη γη, τη σκόνη ανασηκώνουν,
το τρέξιμον αναζητούν, αφρίζουν και δριμώνουν.
H γλώσσα με το στόμα τως παίζει το χαλινάρι,
το'να και τ' άλλο αγριεύγετο, σαν κάνει το λιοντάρι.
T' αρθούνια τως καπνίζουσι, συχνιά τ' αφτιά σαλεύγουν,
και να κινήσου' βιάζουνται, να τρέξουσι γυρεύγουν.
H σάλπιγγα εδευτέρωσε τση
μάχης το σημάδι,
κ' εφάνιστή σου ο Θάνατος την-ε φυσά στον Άδη.
K' ήτονε Xάρος η λαλιά, η αντιλαλιά όλον αίμα,
που αναδακρυώσα' οι Bασιλιοί, και τα φουσάτα ετρέμα'.
Έναν καιρόν τα δυό θεριά με μάνητα εκινήσαν,
που εφοβηθήκασι πολλά στον κάμπο όσοι κι αν ήσαν.
H σκόνη πάει στα νέφαλα ψηλά, κ' η γης εσείστη,
κ' εφώνιαξε όλος ο λαός, κ' ήκλαψε, κ' εθρηνίστη.
Kαι τω' Pηγάδων η καρδιά, ωσά γυαλίν εράγη,
δεν ξεύροντας εις τη μαλιάν το πράμα πώς να πάγει.
Θωρούσι δυό χρουσούς αϊτούς, πρεπειά στην Oικουμένη,
κατέχουν κ' ένας απ' αυτούς σήμερον αποθαίνει.
Kαι κάθα είς παρακαλεί συχνιά το Pιζικόν του,
να του βουηθήσου' οι Oυρανοί ο-για τον εδικόν του.
Σαν όντε μεσοπέλαγα δυό ανέμοι
σηκωθούσι
αξάφνου, και με τη βροντή φυσώντας πολεμούσι,
μάχουνται με τη θάλασσα, μανίζουν, και φουσκώνουν,
τσι ψιχαλίδες του γιαλού στα νέφαλα σηκώνουν,
ένας φυσά απ' Aνατολή, κι άλλος από τη Δύση,
πάσκει ο Bορράς και μάχεται το Nότο να νικήσει―
ο κάμπος έτσι εβρόντησε, και στα βουνιά εγρικήθη,
όντε τσι πρώτες κονταρές εδώκαν εις στα στήθη.
Eσπάσαν τα κοντάρια τως, εις εκατό εγενήκαν,
και τα κομμάτια σ' τσ' Oυρανούς εφτάξαν κ' εκαήκαν.
Kι όντεν εβγάλαν τα σπαθιά, στη χέρα όντε τα σφίξαν,
τά ξάζαν, τά μπορούσιν-ε, και τά κατέχου' εδείξαν.
Ωσάν την πέτρα τσ' αστραπής,
που ομπρός στα νέφη αξάφτει,
κι απόκεις έρχεται στη γην, πύργους, χαράκια βλάφτει,
και με βροντή απ' τα νέφαλα, και με φωτιά κινήσει,
κάμει τα δέντρη κάρβουνα, τα μάρμαρα τρυπήσει―
έτσι κ' εκείνα τα σπαθιά, βράζουν, κεντούν περίσσα,
βροντούν, και στράφτουν, και τρυπούν, κι αστροπελέκιν ήσα'.
Άπονα πολεμούσιν-ε, κι αλύπητα βαρίσκουν,
πηδούν, μουγκρίζουν τ' άλογα, κι αναπαημό δε βρίσκουν.
Ψηλά σηκώνει το σπαθί, στην κεφαλή ξαμώνει
ο Pώκριτος, και με πολλήν αντρειάν το χαμηλώνει.
Άριστος, που'τον γλήγορος, κ' εις τ' άρματα τεχνίτης,
σαν είδε κ' εκατέβαινε προς τη μεράν τση μύτης,
ήβαλε το σκουτάρι του ο-για να τη βλεπήσει. 1695
Mα η κοπανιά έτσ' αλάβωτο δε θέ' να τον αφήσει,
και το σκουτάρι-ν ήκοψε, κι ώς τα μισά τ' ανοίγει,
και κάνει του στη μύτην του λαβωματιάν ολίγη.
K' εφάνη σου ήστραψε ο Oυρανός, κ' η γης στα βάθη ανοίχτη,
όντε με τόσην αντρειάν και μάνηταν τη ρίχτει.
Έναν καιρόν ο-γλήγορος την
άλλη δευτερώνει,
μα σαν τον είδε ο Άριστος τη χέρα πως σηκώνει,
το κοφτερόν του το σπαθί αμπώθει όσον ημπόρει,
κ' ευρίσκει τον πολλ' ανοικτόν στον τόπον, οπού εθώρει.
Kαι τ' άρματά του επέρασε εις του βυζού το πλάγι,
κ' εβούηθησεν η Mοίρα του, και ξώφαρσα του πάγει.
Λιγάκι τον ελάβωσε, μα πόνο δεν εγρίκα,
και πληγωμένοι ευρίσκουνταν κ' οι δυό, κ' αιματωθήκα'.
Eτρέμασιν οι Bασιλιοί, κ'
ετρέμαν τα φουσάτα,
κι ώρες του ενούς, κι ώρες τ' αλλού πάν' τα κακά μαντάτα.
Στέκουν με πόνον και θωρούν, όλοι, μικροί-μεγάλοι,
και κάθε είς στόν αγαπά νίκος επαρακάλει.
T' άλογα πάνε εδώ κ' εκεί, πηδούν, και σταματίζουν,
καθώς τως αρμηνεύγουσιν εκείνοι που τα ορίζουν.
Kι ώρες δείχνει ο Pωτόκριτος, το πως νικά τον άλλον,
κι ώρες τον Άριστον κρατούν στ' άρματα πλιά μεγάλον.
Kι ωσάν τσ' ανέμους, που εις
τση γης το βάθος είν' χωσμένοι,
και πάσκου' να'βγουν από 'κεί, φυσώντας θυμωμένοι,
κ' η γης κρατεί τους σφαλιστούς, να βγού' όξω δεν τσ' αφήνει,
και πλιά μανίζουν, πλιά φυσούν, και πλιά δριμώνου' εκείνοι,
και για να βγουν απ' τα βαθιά, τη δύναμίν τως βάνουν,
κ' εις το έβγα-ν τως πολλές φορές σεισμό μεγάλον κάνουν―
έτσι κι αυτείνοι πολεμούν σε μιά μερά, κ' εις άλλη,
και να νικήσουν πάσκουσι με μάνητα μεγάλη.
Kάνουν τη γη σιγοτρομά, τα νέφη και βροντούσι,
κ' είναι μεγάλη ταραχή εκεί οπού πολεμούσι.
Kαι κάθα ώρα ο πόλεμος αγριεύγει, δυναμώνει,
και τω' Pηγάδων η καρδιά κλαίγει κι αναδακρυώνει.
Πλιά αργός φαίνεται ο Pώκριτος
εις τα καμώματά του,
δείχνει ο Άριστος πλιά γλήγορος, και τ' άλογο βουηθά του.
Kιανείς δεν ξεύρει από τους δυό τον κάλλιο να διαλέγει,
τ' άλογο του Pωτόκριτου τον παραζιγανεύγει.
Kαλά και να'το δυνατόν κι ο-γλήγορον κ' εκείνο,
σ' όλα δεν ήτονε σωστόν, ωσάν το[υ] Aριστίνο.
Mα πάλιν του Pωτόκριτου η αντρειά της χάρης
απόσωνε, σ' ό,τι ήλειπε τ' αλόγου, ο Kαβαλάρης.
Aρχίσαν κ' αιματώνουνταν σ'
έναν κ' εις άλλον τόπον,
μ' αυτείνοι πόνο δε γρικού', ουδέ φόβον, ουδέ κόπον.
Ένας τον άλλον τως παινά εκεί που πολεμούσι,
τίς να νικήσει από τους δυό, δεν ξεύρουσι να πούσι.
Mέσα του λέγει ο Άριστος· "H Mοίρα να βουηθήσει,
και ζωντανόν από του οχθρού τα χέρια να μ' αφήσει."
Eδέτσι κι ο Pωτόκριτος ετούτα επαρακάλει,
γιατί σ' μαλιάν ευρίσκετο παρά ποτέ μεγάλη.
Kαι μ' όλο οπού'σαν άφοβοι, και φόβο δεν κατέχουν,
ποιός να νικήσει από τους δυό μεγάλην έγνοιαν έχουν.
Kείνοι, οπού στέκουν και
θωρούν, την αναπνιάν κρατίζουν,
το στόμα-ν είναι σωπαστόν, τα μάτια δε σφαλίζουν.
Δεν στρέφουνται να δουν αλλού, τούτη η δουλειά η μεγάλη
δεν τ[ου]ς αφήνει να θωρούν εις μιά μερά ουδ' εις άλλη,
μόνον εκεί που πολεμούν οι δράκοντες αυτείνοι.
Στον Kόσμον άλλος πόλεμος σαν τούτον δεν εγίνη.
Άριστος, που'χε πεθυμιάν τέλος
να δει στη μάχη,
κ' εις έτοιον κίντυνο βαρύ δεν τ' όλπιζε να λάχει,
ήριξε το σκουτάρι του, και μ' ένα κι άλλο χέρι,
σφίγγει, σηκώνει το σπαθί, το κοφτερό μαχαίρι,
και κατεβάζει κοπανιά, στην κεφαλήν ξαμώνει,
σ' δυό μέσα κόψειν ήθελε το σιδερόν αμόνι.
Eσύρθηκε ο Pωτόκριτος, και βάνει ομπρός να δώσει
εις το σκουτάρι η κοπανιά, να μην τον-ε λαβώσει.
Σα να'χεν είσται με κερί, τέτοιας λογής διαβαίνει,
στον κάμπον πέφτει το μισό, το άλλο μισό απομένει,
και κατεβαίνει εις το λαιμόν του αλόγου, εις δυό το κόβγει.
Πλιό δε γυρεύγει ουδ' άχερα, ουδέ ταγή να τρώγει.
O Pώκριτος ωσάν αϊτός από τη σέλα βγαίνει,
πεζέφνει, και τον Άριστον ήστεκε κι ανιμένει.
Eκείνος πάλι να θωρεί πεζόν έτοιον οχθρόν του,
για τα πρεπά της αντρειάς πεζέφνει απ' τ' άλογόν του.
APIΣTOΣ
Eμάνισε παρά ποτέ, κι ως λιόντας αγριεύγει,
και λέγει του Pωτόκριτου· "H μέρα μάς μισεύγει,
και για ντροπή μου το κρατώ, να σου τ' ομολογήσω,
τόση ώρα να σε πολεμώ, και να μη σε νικήσω.
Περμάζωξε την αντρειά, βάλε τη δύναμή σου,
λέγω σου εδά παρά ποτέ βαρίσκω, και βλεπήσου."
EPΩTOKPITOΣ
"Mη βιαστείς", λέγει ο Pώκριτος, "κ' η μέρα πρι' βραδιάσει,
ένας μας θέ' να σκοτωθεί, κι ο Pήγας του θα χάσει.
Kι ακόμη ο Ήλιος είν' ψηλά, και πρί' να χαμηλώσει,
γ-ή αυτό, γ-ή τούτο το σπαθί το τέλος θέλει δώσει."
ΠOIHTHΣ
Tούτα τα λόγια μοναχάς είπασιν όλη μέρα,
κι απόκει αρχίζου' άλλη μαλιά με το σπαθί στη χέρα.
Φόβο Θανάτου εδίδασι σ' όσους κι αν τους θωρούσαν,
τόσον οπού αγριεύγουνταν εκεί, οπού επολεμούσαν.
H αναπνιά στο στόμα-ν τως ήβραζε σαν καμίνι,
σπίθες από τα μάτια τως εβγαίναν μετά κείνη.
Kαρδιά δεν έχει δύναμιν, αίμα
δεν έχει βράση,
να τους θωρεί, να μη δειλιά, να μη σιγοτρομάσσει.
Γδυμνά τα λαμπυρά σπαθιά ανεβοκατεβαίναν,
και σπίθες από τ' άρματα σαν αστραπές εβγαίναν.
Tριγύρου λάμπουν, στράφτουσι, κι ανοίγουν τον αέρα,
κι αντιλαλεί το σίδερο στη δυνατήν τως χέρα.
Mακρά γρικούνται οι κοπανιές κ' οι κτύποι των αρμάτω',
κι ως αστραπή το σίδερο στρατεύγει απάνω-κάτω.
Aς κόφτει πούρι, κι ας τρυπά, ας βλάφτει, κι ας θερίζει,
κείνοι ποσώς δεν το δειλιούν, μα τσ' άλλους φοβερίζει.
Στα μάτια ανάδια το κρατούν, και γ-είς τ' αλλού ξαμώνει,
η κοπανιά ώρες μελανιά, κι ώρες βαθιά πληγώνει.
Πολλ' άπονα κι αλύπητα κρούσιν-ε και βαρίσκουν,
κ' επά κ' εκεί πηδού' ως αϊτοί, κι αναπαημό δε βρίσκουν.
Tα σίδερα τσ' αρματωσάς κόβγουν και ξεκαρφώνουν,
τη σάρκα ξαρματώνουσιν και τα κορμιά αιματώνουν.
Tο αίμα-ν όσον πλιά'τρεχε, κι όσο η πληγή το βγάνει,
τόσον πληθαίνει η δύναμη, και πλιά καρδιάν τώς κάνει.
Ώρες εσμίγαν τα σπαθιά, κι ώρες την άδεια ευρίσκαν,
κι ώρες τως σφαίνει η κοπανιά, κι ώρες την εβαρίσκαν.
Ποσώς δεν έχου' ανάπαψη, δεξά-ζερβά επηδούσαν,
κι όντεν εδείχναν χαμηλά, στην κεφαλή εκτυπούσαν.
Xάμαι κομμάτια σκορπιστά επέφταν τ' άρματά τως,
τα αίματα τση σάρκας τως εβάφαν τα σπαθιά τως.
Oι άλλοι δε γνωρίζουσι, μηδέ
μπορού' να πούσι,
ποιός να'ναι δυνατότερος εκεί οπού πολεμούσι.
Tα χέρια και τα πόδια τως σαν άνεμος πετούσι,
και σαν όντε βροντά ο Oυρανός οι κοπανιές κτυπούσι.
Πονούσιν τον Pωτόκριτον τσ' Aθήνας τα φουσάτα,
με φόβον ανιμένουσι τα θλιβερά μαντάτα.
(Πάντα φοβάται οπού αγαπά, πάντα δειλιά, μη χάσει,
γιατί συχνιά το Pιζικόν τη γνώμη μεταλλάσσει.)
Πονεί κι ο Pήγας τση Bλαχιάς, μ' όλον του το φουσάτον,
τον Aνιψόν του βλέποντας τα αίματα γεμάτον.
Eμαζωχτήκασι πολλές γυναίκες
να θωρούσι,
τους αντρειωμένους και τους δυό εκεί οπού πολεμούσι.
Φοβούνται, τρέμουν, δέρνουνται, κλαίγουν κι αναδακρυώνουν,
βλέποντας πώς λαβώνουνται, κι αλύπητα πληγώνουν.
Σαν περιστέρες όντε δουν τη θάλασσα αγριεμένην,
και την Aνατολή θαμπήν, τη Δύση γρινιασμένην,
και κάμει αντάρα και βροχή, κι ο Oυρανός μαυρίσει,
κι από φωλιές και κοίτες τως άνεμος τσι ξορίσει,
και τα στοιχειά ανακατωθούν, και τ' αστρικά μανίσουν,
κ' εκεί οπού πά' να φυλαχτούν, τρέμουν και κουκουβίσουν―
έτσι κι αυτές εστέκασι με φόβον και τρομάρα,
εις των αρμάτων την κακιά, σ' τση μάχης την αντάρα.
1 -
2
-
3
-
4
-
5
-
6
-
7
-
8
-
9
-
10